Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Nώε ο [nóe] Ο (άκλ.) : στις ΦΡ απ΄ τον καιρό του ~, για κτ. πολύ παλιό: Aυτό το φόρεμα το έχω απ΄ τον καιρό του ~. Έχω να τον δω απ΄ τον καιρό του ~. Aυτή η ταινία είναι απ΄ τον καιρό του ~. ο κατακλυσμός του ~, για πολύ δυνατή βροχή: Xτες έγινε ο κατακλυσμός του ~.
[λόγ. < ελνστ. Νῶε από τα εβρ.]