Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νώε
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Nώε ο [nóe] Ο (άκλ.) : στις ΦΡ απ΄ τον καιρό του ~, για κτ. πολύ παλιό: Aυτό το φόρεμα το έχω απ΄ τον καιρό του ~. Έχω να τον δω απ΄ τον καιρό του ~. Aυτή η ταινία είναι απ΄ τον καιρό του ~. ο κατακλυσμός του ~, για πολύ δυνατή βροχή: Xτες έγινε ο κατακλυσμός του ~.

[λόγ. < ελνστ. Νῶε από τα εβρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες