Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νόμιμος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
νόμιμος, επίθ.· νομίμος· ονόμιμος.
  • 1)
    • α) Σύμφωνος με το νόμο:
      • (Ελλην. νόμ. 53617), (Ιστ. Βλαχ. 641
    • β) που ορίζει ο νόμος:
      • εις νομίμου καιρού ηλικίας (Ελλην. νόμ. 5773).
  • 2)
    • α) (Προκ. για πρόσωπο) παντρεμένος με νόμιμο γάμο:
      • δεν ήτον γεννημένος από νομίμην γυναίκα, … ήτον … από πόρνην κεκρυμμένην (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 210v· Ελλην. νόμ. 53430
    • β) (προκ. για παιδιά) που γεννιούνται από νόμιμο γάμο:
      • (Ελλην. νόμ. 53520), (Δωρ. Μον. XXXV
    • γ) (προκ. για αδελφή):
      • (Χρον. Μορ. H 7381).
  • 3) Καθιερωμένος με νόμο:
    • θέλει είσταιν η ημέρα αυτή διά ενθύμησιν … και να έναι νόμιμη και να την εορτάζετε αιωνίως (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 166r).
  • 4) Που περιέχει νόμους· που αναφέρεται σε νόμους:
    • (Βακτ. αρχιερ. 130
    • συνέταξαν ιβ́ λόγους νομίμους (Βακτ. αρχιερ. 210).
  • 5) Που τηρεί το νόμο:
    • οι καλοί και τίμιοι αρχιερείς και νομίμοι δεν τους θέλει κακοφανεί τούτο (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 369r).
  • Το ουδ. ως ουσ. =
    • α) νόμος:
      • νόμιμον λατίνικον (Ασσίζ. 30012· Ψευδο-Σφρ. 5442
    • β) (περιληπτ.) οι νόμοι, η νομοθεσία, το δίκαιο:
      • εμπρός εις το κριτήριον το νόμιμον να βάλει (Ιστ. Βλαχ. 1407
    • γ) (συνεκδ.) αυτό που ορίζει ο νόμος·
      • (εδώ ειδικ.) δικαίωμα καρπώσεως, επικαρπία:
        • να ένι στερεωμένον με το δίκαιον εκείνη η δόσις, αν έρχεται νόμιμον έπειτα (Ασσίζ. 15626‑7
    • δ) θεσμός, νόμος θρησκευτικός:
      • να κάμετε αυτήν την ημέραν εις την γενεάν σας νόμιμον αιωνίως (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 166v).

[αρχ. επίθ. νόμιμος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νόμιμος -η -ο [nómimos] Ε5 : 1α.που έγινε σύμφωνα με το νόμο ή που αναγνωρίζεται, που προβλέπεται ή που ορίζεται από το νόμο. ANT παράνομος: ~ γάμος / τόκος. H κατεδάφιση / η ανέγερση του κτιρίου είναι νόμιμη. Tο δικαστήριο έκρινε ότι η απεργία είναι νόμιμη. Προβάλλω μια νόμιμη απαίτηση. Tηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες. Xρησιμοποίησε όλα τα νόμιμα μέσα. Nόμιμη αμοιβή. Nόμιμο κέρδος. || Nόμιμη ηλικία*. Nόμι μη μοίρα, το κληρονομικό μερίδιο που δικαιούται ένας νόμιμος κληρονό μος από την περιουσία του κληρονομουμένου ανεξάρτητα από τη θέλησή του: Διεκδικεί τη νόμιμη μοίρα. Nόμιμη άμυνα, κατά την οποία συγχωρείται η άσκηση βίας εκ μέρους ατόμου που δέχεται απειλή κατά της ζωής του. β. για ιδιότητα που είναι αποτέλεσμα διαδικασιών οι οποίες έγιναν σύμφωνα με το νόμο: ~ σύλλογος / διάδοχος / κληρονόμος. Nόμι μο τέκνο. ANT εξώγαμο, νόθο, φυσικό. 2. (ως ουσ.) α. το νόμιμο, ό,τι είναι σύμφωνο με το νόμο: Tο νόμιμο μιας απόφασης, η νομιμότητα. β. τα νόμιμα, οι διατάξεις και οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο: Tα διεθνή νόμιμα, που καθορίζονται από το διεθνές δίκαιο. νόμιμα & (λόγ.) νομίμως ΕΠIΡΡ. ANT παράνομα: H απεργία έγινε ~. Aπελάθηκε ~ από τη χώρα.

[λόγ. < αρχ. νόμιμος, νομίμως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες