Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νυμφώνας ο [nimfónas] Ο2 λόγ. γεν. και νυμφώνος : (λόγ.) νυφικό δωμάτιο, νυμφική παστάδα. ΦΡ μένω έξω / εκτός του νυμφώνος, δεν προλαβαίνω να εκμεταλλευτώ μια ευκαιρία, κυρίως εξαιτίας δικής μου αμέλειας ή καθυστέρησης: Aργήσαμε να κάνουμε αίτηση για την κλήρωση στο νηπιαγωγείο και μείναμε έξω του νυμφώνος.
[λόγ. < ελνστ. νυμφών, αιτ. -ῶνα]