Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νυμφών
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νυμφώνας ο [nimfónas] Ο2 λόγ. γεν. και νυμφώνος : (λόγ.) νυφικό δωμάτιο, νυμφική παστάδα. ΦΡ μένω έξω / εκτός του νυμφώνος, δεν προλαβαίνω να εκμεταλλευτώ μια ευκαιρία, κυρίως εξαιτίας δικής μου αμέλειας ή καθυστέρησης: Aργήσαμε να κάνουμε αίτηση για την κλήρωση στο νηπιαγωγείο και μείναμε έξω του νυμφώνος.

[λόγ. < ελνστ. νυμφών, αιτ. -ῶνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες