Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νυμφίος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νυμφίος ο [nimfíos] Ο18 : 1.(εκκλ.) ο ~ της Εκκλησίας, ο Xριστός. H ακολουθία του Nυμφίου, κατά τη Mεγάλη Εβδομάδα. 2α. (λόγ.) γαμπρός. β. (ειρ.) γαμπρός, για ανύπαντρη και κάπως μεγάλης ηλικίας γυναίκα: Aκό μη περιμένει το νυμφίο.

[λόγ. < αρχ. νυμφίος `γαμπρός, νιόπαντρος΄]

[Λεξικό Κριαρά]
νυμφίος ο· νύμφιος.
  • 1)
    • α) Γαμπρός:
      • (Ροδινός 79
    • β) μνηστήρας:
      • (Τρωικά 5325
    • γ) (προκ. για τους μνηστήρες της Πηνελόπης):
      • (Διγ. Z 3895
    • δ) εραστής:
      • (Βίος Αλ. 453).
  • 2) (Θρησκ.) προκ. για το Χριστό, για να δηλωθεί η συμβολική του ένωση
    • α) με την Εκκλησία:
      • (Ροδινός 79
    • β) με παρθένους αγίες της Εκκλησίας:
      • νύμφη (ενν. η αγία Αικατερίνη) … του νυμφίου … Χριστού (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 158
    • γ) με την ψυχή:
      • η νύμφη είναι … η ψυχή. Ο νύμφιος είναι ο Χριστός (Ροδινός 92).

[αρχ. ουσ. νυμφίος. Ο τ. στο Du Cange (λ. νύμφη). Τ. νυφ‑ στο Somav. (στη λ.). Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες