Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νομοθέτης
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νομοθέτης ο [nomoθétis] Ο10 : 1.η νομοθετική εξουσία, δηλαδή οι αντιπρόσωποι του λαού στη Bουλή ή στη Γερουσία, που είναι επιφορτισμένοι με την κατάρτιση νόμων. 2. ο νόμος: Ο ~ ορίζει ότι… Tο πνεύμα του νομοθέτη. 3. αυτός που γράφει και επιβάλλει νόμους σε μια πολιτεία, σε ένα λαό: Ο Δράκων και ο Σόλων ήταν οι μεγαλύτεροι νομοθέτες της αρχαίας Aθήνας. || (πληθ.) στην αρχαία Aθήνα, άρχοντες που είχαν ως αποστολή την αναθεώρηση των νόμων.

[λόγ. < αρχ. νομοθέτης]

[Λεξικό Κριαρά]
νομοθέτης ο.
  • Αυτός που συντάσσει ή θεσπίζει νόμους:
    • (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 56
    • (επιθετ.):
      • ο νομοθέτης Θεός (αυτ. 58).

[αρχ. ουσ. νομοθέτης. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νομοθέτηση η [nomoθétisi] Ο33 : η ενέργεια του νομοθετώ.

[λόγ. < ελνστ. νομοθέτη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες