Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νοθευτής ο [noθeftís] Ο7 : αυτός που νοθεύει κτ.
[λόγ. νοθεύ(ω) -τής (διαφ. το ελνστ. νοθευτής `που αμφισβητεί τη γνησιότητα΄)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. νοθεύ(ω) -τής (διαφ. το ελνστ. νοθευτής `που αμφισβητεί τη γνησιότητα΄)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |