Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νη
69 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νη το [ní] Ο (άκλ.) : (μουσ.) νότα της βυζαντινής μουσικής κλίμακας.

[δες στο πα, το]

[Λεξικό Κριαρά]
νήα η· πληθ. γεν. νήων, (Ερμον. Β 144)· δοτ. νήαις, (αυτ. Λ 290).
  • Πλοίο:
    • (αυτ. Β 147).

[πλασματικός σχηματ. <πληθ. νήες, γεν. νηών, αιτιατ. νήας (πβ. εν. νήα) του αρχ. (επικού) ουσ. νηυς (ναυς)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νηκτικός -ή -ό [niktikós] Ε1 : α.(για πτηνό) που έχει την ικανότητα να κολυμπά. || (ως ουσ.) τα νηκτικά, άθροισμα οικογενειών μεγαλόσωμων υδρόβιων πτηνών. β. που χρησιμεύει στην υδροστατική ισορροπία ορισμένων ζώων: Nηκτική κύστη*.

[λόγ. < ελνστ. νηκτικός `ικανός να κολυμπάει΄, σημδ.: α: αγγλ. natatorial· β: γαλλ. vessie natatoire]

[Λεξικό Κριαρά]
νηκτόν το.
  • Ψάρι:
    • ως έν’ η θάλασσα αλμυρά, πώς τα νηκτά γλυκέα; (Γλυκά, Αναγ. 389).

[αρχ. επίθ. νηκτόν (ζώον)· η χρ. μτγν. (TLG· βλ. και Steph.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νήμα το [níma] Ο48 : 1α.μακρύ, κυλινδρικό και λεπτό σύμπλεγμα από φυσικές ή τεχνητές ίνες που χρησιμοποιείται ως υφαντική ύλη: Bαμβακερό / μάλλινο / ακρυλικό ~. Γνέθω το μαλλί για να το κάνω ~. (έκφρ.) κόβω το ~, για αθλητή που τερματίζει πρώτος και με επέκταση για κπ. που φτάνει πρώτος σε ένα αποτέλεσμα. κερδίζω κπ. στο ~, με ελάχιστη διαφορά. ΦΡ κινώ τα νήματα (μιας υπόθεσης), είμαι ο κύριος υπεύθυνος και οργανωτής, δρω όμως παρασκηνιακά. || βαμβακερό νήμα για πλέξιμο. || ~ της στάθμης, κομμάτι από σπάγγο που στην άκρη του δένουν ένα βαρί δι και που το χρησιμοποιούν για να ορίζουν την κατακόρυφη διεύθυνση. β. (ηλεκτρολ.) λεπτό σύρμα μέσα από το οποίο περνάει ηλεκτρικό ρεύμα στους λαμπτήρες πυράκτωσης. 2. (βοτ.) τμήμα του στήμονα του άνθους. 3. αλληλουχία, συνέχεια στις ΦΡ χάνω / διακόπτεται το ~ των σκέψεών μου / των λόγων μου, ο ειρμός. κόβω το ~ της ζωής κάποιου, προκαλώ το θάνατό του. κόβεται το ~ της ζωής κάποιου, πεθαίνει: Tο ~ της ζωής του κόπηκε πρόωρα. βρίσκω την άκρη του νήματος (μιας υπόθεσης / ενός γεγονότος), την αρχή, την αιτία. ξετυλίγω το ~ / το κουβάρι* μιας υπόθεσης.

[λόγ. < αρχ. νῆμα]

[Λεξικό Κριαρά]
νήμα το· γνέμα· νέμα· νήμαν.
  • 1)
    • α) Κλωστή, νήμα:
      • φορεσίαν … με νήμαν λινόν (Ασσίζ. 24328
    • β) (μεταφ. προκ. για τη ζωή):
      • (Ζήν. Δ́ 113
    • γ) (σε μεταφ.):
      • τα νήματα της τέχνης ήτον άκλωστα (Μαχ. 2542‑3).
  • 2) Ιστός (αράχνης):
    • το γνέμα της φαλαγγονιάς (Δεφ., Λόγ. 116).
  • 3) Θηλιά, βρόχι:
    • έπιασές με … γιον τον λαόν στο νήμαν (Κυπρ. ερωτ. 11515).

[αρχ. ουσ. νήμα. Οι τ. γνέ‑ και νέ‑ και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑αν και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νημάτινος -η -ο [nimátinos] Ε5 : 1.που μοιάζει με νήμα· νηματοειδής. 2. που αποτελείται από νήματα· νηματώδης.

[λόγ. νηματ- (νήμα) -ινος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νημάτιο το [nimátio] Ο40 : 1.(λόγ.) λεπτό νήμα. 2. (ανατ.) λεπτή νηματοειδής απόληξη.

[λόγ. νηματ- (νήμα) υποκορ. -ιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νηματοειδής -ής -ές [nimatoiδís] Ε10 : (λόγ.) που μοιάζει με νήμα· νημάτινος1.

[λόγ. νηματ- (νήμα) -ο- + -ειδής μτφρδ. γαλλ. filiforme]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νηματομύκητας ο [nimatomíkitas] Ο5 : (βιολ.) μικροοργανισμός που αποτελείται από νηματοειδή κύτταρα.

[λόγ. νηματ- (νήμα) -ο- + μύκης > μύκητας]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες