Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νεύσις η· γνέψη· νεύση.
-
- 1) Νεύμα, γνέψιμο:
- Η Μαργαρώνα … εποίησέν του (ενν. του Ιμπέριου) γνέψη (Ιμπ. (Legr.) 405).
- 2) Θέληση, συγκατάθεση:
- συμβιώσομεν Θεού νεύσει (Διγ. Gr. 1501).
- 3) Έμπνευση, φώτιση:
- νεύση τού ήλθεν άνωθεν (Ριμ. Βελ. ρ 734).
[μτγν. ουσ. νεύσις]
- 1) Νεύμα, γνέψιμο: