Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεοσσός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεοσσός ο [neosós] Ο17 : 1.μικρό πουλί, τις πρώτες μέρες μετά την εκκόλαψή του. 2. (μτφ.) για νέο άνθρωπο στην αρχή της σταδιοδρομίας του: Οι νεοσσοί της πολιτικής.

[λόγ. < αρχ. νεοσσός]

[Λεξικό Κριαρά]
νεοσσός ο· νοσσός.
  • Νεογέννητο πτηνό:
    • (Φυσιολ. (Kaim.) 16a5).

[αρχ. ουσ. νεοσσός - νοσσός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες