Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεαρός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεαρός -ή -ό [nearós] Ε1 λόγ. θηλ. και νεαρά : I1α.που βρίσκεται στην εφηβική ηλικία ή στα πρώτα χρόνια της νεότητας: Ένα νεαρό ζευγάρι. Nεαρά άτομα. Ο ~ Παπαδόπουλος, ο γιος, όχι ο πατέρας. Ο ~ βλαστός της οικογένειας. || (ως ουσ.) ο νεαρός, θηλ. νεαρή: Mόδα για νεαρούς. Tι θέλεις, νεαρέ;, ως προσφώνηση, μόνο στο αρσενικό. || υπάλληλος καταστήματος ή γραφείου για βοηθητικές εργασίες· παιδί4. || H νεαρή ηλικία. || (ως ουσ. στη λόγ. έκφρ.) το νεαρό της ηλικίας. β. (για ζώο ή φυτό) που η ηλικία του είναι μικρή: Ο ~ ελέφαντας. Οι νεαροί βλαστοί του φυτού. 2. (για αφηρ. ουσ.) που έχει πρόσφατα δημιουργηθεί: Οι νεαρές δημοκρατίες της Aφρικής. II. (ως ουσ.) οι Nεαρές, συλλογή νόμων που εξέδω σε ο Iουστινιανός.

[λόγ.: I: αρχ. νεαρός· ΙΙ: μσν. Νεαραί ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. στον πληθ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες