Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεάζω [neázo] Ρ2.1α : για άτομο που παριστάνει το νέο, τόσο με τη συμπεριφορά του, όσο και με την εξωτερική του εμφάνιση.
[λόγ. < αρχ. νεάζω (με θετική σημ.)]