Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Μόρος ο.
-
— Βλ. και Μόρα.
- Άραβας και γενικ. Βορειοαφρικανός ή Ισπανός αραβικής καταγωγής· μαύρος:
- 1193 επήραν οι Μόροι τα Ιεροσόλυμα (Byz. Kleinchron. Á 5211· Tζάνε, Κρ. πόλ. 16924)·
- ήλιος τον μαύρισε κι εγίνετον ως Μόρος (Κορων., Μπούας 31).
[<ιταλ. Moro. Η λ. στο Βλάχ. (‑ώ‑) και σήμ. ιδιωμ.]
- Άραβας και γενικ. Βορειοαφρικανός ή Ισπανός αραβικής καταγωγής· μαύρος: