Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μόριον το· εμόριον.
-
- 1) Μέρος, τμήμα ενός όλου· (εδώ χρον.):
- (Ιερακοσ. 34819).
- 2) (Μαθημ.) κλάσμα:
- (Rechenb. (Vog.) 277).
- 3) (Πληθ.)
- α) γεννητικά όργανα:
- τ’ αναγκαία εμόρια του άρρενος (Φυσιολ. (Legr.) 417)·
- β) όρχεις:
- το δίκαιον ορίζει … να κόψουν την βέργαν του συν πάσι τοις μορίοις αυτού (Ασσίζ. 9723).
- α) γεννητικά όργανα:
[αρχ. ουσ. μόριον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1) Μέρος, τμήμα ενός όλου· (εδώ χρον.):