Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυς
43 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυς 1 ο [mís] Ο γεν. μυός, πληθ. μύες, γεν. μυών, αιτ. μυς : (ανατ.) σαρκώδες και ινώδες όργανο που αποτελείται από μυϊκές ίνες, με τη βοήθεια του οποίου γίνονται όλες οι κινήσεις του σώματος του ανθρώπου και των ζώων: Οι μύες της καρδιάς / του στομάχου. Λείοι / γραμμωτοί μύες. Συστολή / χαλάρωση των μυών. || ειδικά για τους μυς που βρίσκονται ακριβώς κάτω από το δέρμα: Οι μύες των ποδιών / της κοιλιάς. Ο ~ του βραχίονα, ποντίκι. Σώμα τόσο γυμνασμένο, ώστε να διακρίνονται όλοι οι μύες. Έχω ~, είμαι γεροδεμένος και δυνατός.

[λόγ. < αρχ. μῦς `ποντίκι΄ (και στις δύο σημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυς 2 ο : (λόγ.) ποντίκι 1.

[λόγ. < αρχ. μῦς `ποντίκι΄ (και στις δύο σημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
μυσαρός, επίθ.
— Βλ. και μυσερός.
  • Ακάθαρτος, σιχαμερός:
    • (Καλλίμ. 641), (Διήγ. παιδ. 136).
  • Το αρσ. ως ουσ. = είδος μικρής σαύρας:
    • Χλωροσαύρας ζώσας, ήτοι μυσαρούς (Ορνεοσ. αγρ. 55925 (έκδ. μύστρους)).

[αρχ. επίθ. μυσαρός. Το αρσ. ως ουσ. στο Steph. και στο Du Cange και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυσαρός -ή -ό [misarós] Ε1 : (λόγ.) που ηθικά είναι επιλήψιμος, ώστε να προκαλεί αποστροφή: Ο ~ δολοφόνος. Mυσαρή προδοσία / πράξη.

[λόγ. < αρχ. μυσαρός]

[Λεξικό Κριαρά]
μυσεροκακομούστακος, επίθ.
  • Που έχει βρόμικο και άσχημο μουστάκι:
    • (Διήγ. παιδ. 972 κριτ. υπ).

[<επίθ. μυσερός + κακομούστακος]

[Λεξικό Κριαρά]
μυσεροκακομούτσουνος, επίθ.
  • Που έχει βρόμικο και άσχημο πρόσωπο:
    • Φεύγε, φαγκρίν, … μυσεροκακομούτσουνον (Διήγ. παιδ. 972).

[<επίθ. μυσερός + κακομούτσουνος]

[Λεξικό Κριαρά]
μυσερός, επίθ.
— Βλ. και μυσαρός.
  • Ακάθαρτος, αηδιαστικός, σιχαμερός:
    • καμήλα, μυσερή και καταβρομισμένη (Διήγ. παιδ. 796).

[μτγν. επίθ. μυσερός]

[Λεξικό Κριαρά]
μύσμα το.
  • Βαριά και συχνή αναπνοή με δύσπνοια:
    • γροικώ αναστεναμό και μύσμα του αρρωστάρη (Ερωτόκρ. Έ 900).

[<μύσσω + κατάλ. ‑μα. Η λ. και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Κριαρά]
Μυσοί οι.
— Βλ. και Μεσιώτης.
  • Ονομασία λαού·
    • α) προκ. για τους Βουλγάρους:
      • (Δούκ. 498
    • β) προκ. για τους Μολδαβούς:
      • (Byz. Kleinchron. Á 39127
    • γ) προκ. για τους Βλάχους:
      • (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 302).

[αρχ. εθν. Μυσός]

[Λεξικό Κριαρά]
μύσσω,
βλ. μύζω.
< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες