Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μοσχάριον το· μοσκάρι· μοσχάρι· μοσχάριν· μουσκάρι· μουσχάρι· μουσχάρι(ο)ν.
-
- 1)
- α) Νεαρό βόδι, μοσχάρι:
- πρόβατα και μοσχάρια (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 122v)·
- β) προκ. για το χρυσό μοσχάρι των Εβραίων στην έρημο (Π.Δ. Έξ. 32, 4-9):
- έκαμαν αυτωνών μοσκάρι χυτό … και εθύσιασαν αυτουνού (Πεντ. Έξ. XXXII 8).
- α) Νεαρό βόδι, μοσχάρι:
- 2) (Συνεκδ.) μικρό ζώου:
- μοσχάριον ελάφης (Κλήμ., Ενθυμ. 101).
[μτγν. ουσ. μοσχάριον. Οι τ. ‑ι (Meursius, ‑η), μοσκάρι και μουσκάρι (Βλάχ.) και σήμ. Τ. μουσκάριν σήμ. κυπρ. και ποντ. Ο τ. μου‑ στο Du Cange]
- 1)