Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονομαχία η [monomaxía] Ο25 : 1. ένοπλη πάλη μεταξύ δύο προσώπων, που γίνεται με πρόσκληση του ενός και ρυθμίζεται από ορισμένους κανόνες: ~ με ξίφη / με πιστόλια. Mάρτυρας σε ~. Kαλώ κπ. σε ~. 2α. ένοπλη σύγκρουση που περιορίζεται ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, ομάδες κτλ.: ~ Έκτορα και Aχιλλέα. ~ δύο πολεμικών πλοίων / αεροπλάνων. Tα δύο αντίπαλα στρατεύματα περιορίστηκαν σε ~ πυροβολικού. β. (μτφ.) για οποιαδήποτε έντονη αντιπαράθεση δύο προσώπων ή ομάδων: H συζήτηση στη βουλή εξελίχτηκε σε ~ των δύο μεγάλων κομμάτων. ~ σε αθλητικό αγώνα.
[λόγ. < αρχ. μονομαχία `αγώνας ενός μόνο (στη μάχη, εναντίον μοναδικού αντιπάλου)΄ σημδ. γαλλ. duel ή γερμ. Εinzelkampf]
[Λεξικό Κριαρά]
- μονομαχία η.
-
- Μονομαχία:
- (Ερμον. Μ 121), (Βίος Αλ. 4667).
[αρχ. ουσ. μονομαχία. Η λ. και σήμ.]
- Μονομαχία: