Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονή
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονή η [moní] Ο29 : (εκκλ.) το μοναστήρι. (έκφρ.) αιώνιες* μονές. (λόγ.) εις τας αιωνίους* μονάς.

[λόγ. < ελνστ. μονή, αρχ. σημ.: `παραμονή΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μονή η.
  • 1)
    • α) Διαμονή· τόπος διαμονής, κατοικία:
      • (Καλλίμ. 2331
      • ήλθε και ο Βέλθανδρος και υπά προς την μονήν του (Βέλθ. 870· Θησ. Γ́ [14]
      • (σε ιδιάζ. χρ.):
        • εδιάβη ο αστήρ απάνω στη μονή του (Αλεξ. 2913· Κυπρ. ερωτ. 14210
    • β) λημέρι:
      • ζητώ γενέσθαι άρτι εν τῄδε τῃ μονῄ μεθ' υμών απελάτης (Διγ. Z 1580
    • γ) (προκ. για νεκρό) τάφος:
      • (Χούμνου, Κοσμογ. 1348
    • δ) (προκ. για θεό) ναός:
      • τον εθυσίασα (ενν. τον Ποσειδώνα) εγώ εις την μονή του (Αλεξ. 2611
    • ε) (προκ. για ζώα) στάβλος:
      • των αλόγων τας μονάς (Αχιλλ. (Smith) N 180).
  • 2)
    • α) Κατάλυμα, τόπος προσωρινής διαμονής ή διανυκτέρευσης· πανδοχείο:
      • (Θησ. (Foll.) I 93
      • ας εύρομεν μονήν να περιαναπαυτούμεν (Λίβ. N 2278
      • ξένος ήμουν, εδέχθητε, μονήν εδώκετέ μου (Ρίμ. θαν. 90
      • ανερωτά τον αν έναι πούποτες μονή να μείνομεν οι ξένοι (Λίβ. Esc. 3057
    • β) σταθμός· (συνεκδ.) η απόσταση ανάμεσα σε δύο στάσεις ή διανυκτερεύσεις, πορεία μιας μέρας:
      • (Σφρ., Χρον. 7223
      • τρεις γαρ μονάς διήρχοντο καθ’ εκάστην ημέραν (Διγ. Gr. 696).
  • 3) Μοναστήρι:
    • διηκόνησεν εις την μονήν πολλάκις (Προδρ. IV 77· Ασσίζ. 9712).
  • Εκφρ.
  • 1) Άυλοι μοναί, βλ. άυλος.
  • 2) Μοναί Κυρίου = ο Παράδεισος:
    • (Απολλών. 652).
    • Φρ.
    • 1) Απέρχομαι εις τας εκείθεν ή ουρανίους μονάς, μεθίστημι προς τας αιωνίους μονάς, μετέρχομαι προς τας αιωνίους μονάς = πεθαίνω:
      • (Ελλην. νόμ. 57211, Ιστ. Ηπείρ. I2, XXXIII2, Ιστ. πατρ. 1279).
    • 2) Ποιώ μονήν = κατασκηνώνω, διαμένω προσωρινά:
      • (Λίβ. N 3468).

[αρχ. ουσ. μονή. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονήρη τα [moníri] Ο γεν. μονήρων : (βιολ.) μία από τις πέντε κατηγορίες στις οποίες διακρίνει η νεότερη βιολογία τα έμβια όντα με κύριο χαρακτηριστικό την απλούστατη κυτταρική δομή, π.χ. την απουσία πυρήνα· (πρβ. ζώο).

[λόγ. αντδ. < νλατ. moneron, πληθ. monera < αρχ. μονήρη, ουδ. πληθ. του επιθ. μονήρης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονήρης -ης -ες [moníris] Ε11 γεν. πληθ. μονήρων : (λόγ.) που είναι μοναδικός ή απομονωμένος: ~ βίος, μοναχική ζωή. || (βοτ.): Mονήρες άνθος, που είναι ένα και μοναδικό στην κορυφή κάθε βλαστού. || (ζωολ.) Mονήρες ζώο, που ζει μόνο. || (ως ουσ.) τα μονήρη*.

[λόγ. < αρχ. μονήρης]

[Λεξικό Κριαρά]
μονήρης (I) η.
  • Moνήριον (βλ. ά.):
    • (Δούκ. 40328).

[θηλ. του μτγν. επιθ. μονήρης (L‑S, στη λ. II) ως ουσ. Πβ. ουδ. ‑ες το 12. αι. (Steph., λ. ιον). Η λ. το 10. αι. (Steph.)]

[Λεξικό Κριαρά]
μονήρης (II), επίθ.
  • Μοναχικός, καλογερικός· (εδώ σε μεταφ. προκ. για το μοναχικό βίο):
    • τοις τον μονήρη τρέχουσιν εν κοινοβίῳ δρόμον (Προδρ. IV 32).

[αρχ. επίθ. μονήρης (L‑S, στη λ. I)]

[Λεξικό Κριαρά]
μονήριον το· μονέριν.
  • Είδος (πολεμικού) πλοίου με μια σειρά κουπιά παρόμοιο με τη γαλέα:
    • το μονέριν αυτού αρματώσας … εις τον ρωμαϊκόν πάλιν υπέστρεψε στόλον (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 59).

[<ουσ. μονήρης + κατάλ. ‑ιον. Η λ. και τ. ‑νέ‑ το 10. αι. (Steph.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες