Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοίρα
21 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
μοίρα η.
  • 1) Τμήμα, μέρος (ενός συνόλου)
    • α1) (προκ. για πράγμα):
      • (Rechenb. (Vog.) 261
    • α2) ποσοστό, φόρος που αναλογεί σε κάπ.:
      • (Διαθ. Ακοτ. 147
  • β) (προκ. για πρόσωπα):
    • (Φλώρ. 1604), (Χούμνου, Κοσμογ. 1567).
  • 2) Μερίδιο (που ανήκει σε κάπ.), μερτικό, κλήρος:
    • (Ασσίζ. 1291
    • στην γην τσ’ Επαγγελίας, αυτήν την ποιαν εδιάλεξεν ο Νώες διά μοίραν (Χούμνου, Κοσμογ. 647).
  • 3)
    • α) Μοίρα, τύχη, πεπρωμένο:
      • ο Ρωτόκριτος δε θε να τραγουδήσει στο φανερό, να τονε δει κιανείς … και δυσκολέψει η μοίρα του (Ερωτόκρ. Ά 481
    • β) (ως προσωποπ.):
      • (Φαλιέρ., Ιστ. 31), (Ερωφ. Έ 485
    • γ) καλή τύχη (σε κατάρα, απευχή):
      • οπού να δώσει ο Θεός ποτέ του νά 'βρει μοίρα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [440]
    • δ) θάνατος:
      • (Βεντράμ., Φιλ. 226).
  • 4) (Προκ. για το Θεό) ουσία, υπόσταση:
    • αν φάτε εκ τον καρπόν … γίνεστε … θεοί της μοίρας της δικής του (Πικατ. 476).
  • 5) Δωρεά, χάρισμα:
    • επήρες από τον ύψιστον Θεόν, … μεγάλες μοίρες (Ιστ. Βλαχ. 1380).
    • Εκφρ.
    • 1) Για ή διά (την) μοίραν του Θεού = για τ’ όνομα του Θεού!:
      • (Φαλιέρ., Ιστ. 545), (Χούμνου, Κοσμογ. 33)2
    • 2) Δίκαιη μοίρα = δικαιοσύνη:
      • (Κορων., Μπούας 64).
    • 3) Μοίρα της ατυχίας = ατυχία:
      • (Φλώρ. 998).
    • 4) Μοίρα των επτωχών = φτωχοί:
      • (Προσκυν. Ιβ. 845 228285).
      • Φρ.
      • 1) Δίνω μοίραν = μοιράζω· (εδώ χρον.) περνώ ένα χρονικό διάστημα:
        • (Πορτολ. Α 3912).
      • 2) Δίνω του Χριστού την μοίρα = κάνω ελεημοσύνη:
        • (Φαλιέρ., Λόγ. 323).
      • 3) Έχω μοίρα = είμαι τυχερός:
        • (Κατζ. Έ 226).
      • 4) 'Εχω μοίραν εκ κάπ. = ανήκω σε …:
        • (Λόγ. παρηγ. L 411).
      • 5) 'Εχω μοίρα εις ή σε κάπ. = σχετίζομαι, συνδέομαι, είμαι οικείος με κάπ.:
        • (Π. Ν. Διαθ. φ. 335α 10), (Χούμνου, Κοσμογ. 278).
      • 6) Λαμβάνω θανατηφόρον μοίραν = θανατώνομαι, πεθαίνω:
        • (Κορων., Μπούας 102).
  • Η αιτιατ. επιρρ. = κατά ένα μέρος:
    • αφήκασι τον βιον των μοίραν εις χέρια εδικού, μοίραν εις χέρια φίλου (Ρίμ. θαν. 13).
  • [αρχ. ουσ. μοίρα. Η λ. και σήμ.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    μοίρα 1 η [míra] Ο25 : 1. η υποθετική και ανεξήγητη δύναμη που θεωρείται υπεύθυνη για ό,τι συμβαίνει στον κάθε άνθρωπο· τύχη: Άνθρωπος που πιστεύει στη ~. α. η μοίρα προσωποποιημένη ή θεοποιημένη: Kανείς δεν ξέρει τι του έχει γράψει η ~. Tον κυνηγάει / τον κατατρέχει η ~. || Οι Mοίρες της ελληνικής μυθολογίας. β. αυτό που έχει ορίσει η μοίρα για τον κάθε άνθρωπο στη ζωή, το πεπρωμένο του κάθε ανθρώπου: Mαύρη / τραγική / σκληρή / βάσκανη ~. Tσιγγάνα που λέει τη ~. Ο άνθρωπος είναι δημιουργός της μοίρας του. || (για κακή τύχη): Ήταν της μοίρας του να το πάθει κι αυτό. ΦΡ κλαίει* τη ~ του. τα τρία* κακά της μοίρας του. δεν έχει στον ήλιο* ~. ΠAΡ έκφρ. όπου φτωχός κι η ~ του, για άνθρωπο φτωχό και κακότυχο. || (επέκτ.) για ανθρώπινη ομάδα: H ~ ενός έθνους / μιας φυλής. 2. (για άψ.) ό,τι συμβαίνει από τη στιγμή της κατασκευής, της δημιουργίας του, ή ό,τι αφορά το μέλλον, την εξέλιξή του· τύχη3: H ~ των αρχαίων μνημείων. ΦΡ βάζω κπ. / κτ. σε ίση / σε ίδια ~ με κπ. / με κτ. άλλο, θεωρώ ότι είναι ισότιμος με κπ. / με κτ. άλλο. βάζω κπ. / κτ. σε δεύτερη ~, δεν το(ν) θεωρώ σημαντικό, δεν του δίνω προτεραιότητα.

    [αρχ. μοῖρα, Μοῖρα (θεά της τύχης, του πεπρωμένου)]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    μοίρα 2 η : 1α. (στρατ.) ονομασία διάφορων μονάδων των ένοπλων δυνάμεων: ~ πυροβολικού, αντίστοιχη προς το τάγμα πεζικού. Nαυτική ~. ~ αεροπλάνων. β. (νομ.) μερίδιο: Ίση ~. Nόμιμη* ~. 2. (μαθημ.) μονάδα μετρήσεως τόξων και γωνιών: Tόξο / γωνία τριάντα μοιρών. H περιφέρεια του κύκλου χωρίζεται σε τριακόσιες εξήντα μοίρες.

    [λόγ. < αρχ. μοῖρα]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    μοιράδι το [miráδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) το μερίδιο.

    [μσν. μοιράδι ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. μοιράδιος `πεπρωμένος΄]

    [Λεξικό Κριαρά]
    μοιράδιον το· ιμοιράδι· ιμοιράδιν· μεράδι· μεράδιν· μεράδιον· μοιράδι· μοιράδιν.
    • 1)
      • α) Τμήμα, μέρος (συνόλου):
        • Όμηρε …, ειπέ μας κι εσύ μοιράδι από τα κακά των γυναικών (Συναξ. γυν. 450· Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [364]
      • β) (προκ. για πρόσωπα) ομάδα, κατηγορία:
        • εις τρία μοιράδια χώρισε όλους τους εδικούς του (Θησ. Β́ [524]· Χρον. σουλτ. 10926·)>
      • γ) (σε ιδιάζ. χρ. για τους νεκρούς):
        • Αυτοί οπού χαίρουνται έχουν εδώ μοιράδιν, εκ τούς … επέψαν εις τον 'Αδην; (Απόκοπ. 137).
    • 2)
      • α) Μερίδιο, μερτικό, κλήρος:
        • Εκάστῳ ισοστάθμιον το μοιράδιον δίδουν (Παϊσ., Ιστ. Σινά 955 κριτ. υπ.
        • Περί μοναχού οπού … ζητά μοιράδι του από τους γονείς του (Βακτ. αρχιερ. 167
      • β) ανταμοιβή, δωρεά:
        • απού 'γραψε τα άνωθε δώσε κι αυτού μοιράδι, με τους αγαπημένους σου ας είν’ κι αυτός ομάδι (Π. Ν. Διαθ. φ. 336β 17· Απόκοπ. 433
      • γ) φέουδο:
        • ίνα ηπορῄς επαρήναι δέκα παροίκους εκ των μοιραδίων (Συνθήκ. Καλλ. 319).
    • Εκφρ.
    • 1) Εκ το ιμοιράδιν μεράδιν) μου = εκ μέρους μου, εξ ονόματός μου (εξουσιοδότηση):
      • (Χρον. Μορ. H 5783), (Χρον. Μορ. P 6578).
    • 2) Διά ιμοιράδι μου = για λογαριασμό μου:
      • (Χρον. Μορ. H 7102).
      • Φρ.
      • 1) Έχω μοιράδιν από κ.= απολαμβάνω μέρος ενός πράγματος (πβ. μερτικόν Φρ. 2):
        • (Θησ. (Foll.) Ι 31.)>
      • 2) Έχω μοιράδι σε κάπ. = συνδέομαι με κάπ., είμαι οικείος (πβ. μοίρα Φρ. 5):
        • (Π. Ν. Διαθ. φ. 336β 13
      • 3) Δεν έχω στη γη μοιράδι = δεν δικαιούμαι από τα αγαθά της γης· είμαι δυστυχής:
        • (Περί ξεν. 501).
      • 4) Στήνω καλόν μοιράδιν = αποκτώ αξιόλογη θέση:
        • (Γεωργηλ., Βελ. Λ 40).

    [<ουσ. μοίρα + κατάλ. ‑άδιον. Κατά ΛΚΝ ουσιαστικοπ. ουδ. του μτγν. επιθ. μοιράδιος. Η λ. το 12. αι. Οι τ. ‑ι και μεράδι και σήμ. ιδιωμ.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    μοιράζω [mirázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. χωρίζω κτ. σε μερίδια, συνήθ. ίσα, και δίνω από ένα σε κάθε πρόσωπο, συνήθ. σε δικαιούχο: Mοίρασε την περιουσία του στα τρία παιδιά του. H εταιρεία μοιράζει κέρδη στους μετόχους. Mοιράζει τα χαρτιά της τράπουλας στους συμπαίκτες του. ΠAΡ ΦΡ δεν ξέρει να μοιράσει δύο γαϊδάρων (τ΄) άχυρο, είναι τελείως ανίκανος. β. (για αλληλοπάθεια) χωρίζω κτ. σε μερίδια από τα οποία παίρνω κι εγώ ένα: Mοιράζει τα κέρδη με το συνεταίρο του. Tα δύο κόμματα μοι ράστηκαν το σύνολο των βουλευτών. Mοιράζομαι κτ. με κπ., το χρησιμοποιώ μαζί μ΄ αυτόν: Mοιράζεται το δωμάτιο με ένα φίλο του, μένουν μαζί. Mοιράζονται το ίδιο κρεβάτι, κοιμούνται μαζί. ΦΡ δεν έχουν τίποτα να μοιράσουν, δεν υπάρχει αιτία διενέξεων μεταξύ τους. || ανακοι νώνω, συνήθ. ένα συναίσθημα, σε κπ. με σκοπό να τον κάνω κοινωνό: Mοιράζο μαι τη χαρά / τη λύπη. (έκφρ.) μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά, η χαρά γίνε ται πιο μεγάλη, όταν τη μοιραζόμαστε με κπ. μοιρασμένη λύπη, μισή λύ πη, η λύπη μετριάζεται, όταν τη μοιραζόμαστε με κπ. γ. κατανέμω ιεραρ χώντας: Mοιράζει λογικά το χρόνο του στη δουλειά, στον ύπνο και στη διασκέδαση. 2α. χωρίζω σε τμήματα: Mοίρασε το στρατό στα δύο. β. δίνω κτ. σε καθένα από μια σειρά προσώπων: Ο παπάς μοιράζει το αντίδωρο στους πιστούς. Στο τέλος της γιορτής μοιράστηκαν δώρα. γ. ισοδυ ναμεί με ρήμα που παράγεται από το αντικείμενο και δηλώνει ότι η πρά ξη επαναλαμβάνεται πολλές φορές: Mοιράζει χαμόγελα / φιλιά / κομπλι μέντα. Mοιράζει υποσχέσεις που δεν πρόκειται να τις τηρήσει.

    [ελνστ. ή μσν. μοιράζω < ελνστ. μοιρ(ῶ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. μοιρασ-]

    [Λεξικό Κριαρά]
    μοιράζω· ημοιράζω· μεράζω.
    • I. Ενεργ.
      • 1)
        • α) Μοιράζω, διανέμω:
          • ο βασιλεύ … το ψωμί … εμέραζε εισέ όλην την χώραν (Χρον. σουλτ. 8529
        • β) (προκ. για τον προκαθορισμό των μελλόντων από τη Μοίρα):
          • τα πράγματα της γης εσύ (ενν. Μοίρα) που τα μοιράζεις (Φαλιέρ., Ιστ. 132
        • γ) προσφέρω, χαρίζω:
          • Περί μοναχών οπού έχουν πράγματα πρακτικά και μοιράζουν (Βακτ. αρχιερ. 166
        • δ) (σε ιδιάζ. χρ.):
          • από τες χείρες σου κι εγώ ας είμαι μερασμένη (Φαλιέρ., Θρ. 168).
      • 2)
        • α) Μοιράζομαι κ. με κάπ. άλλο:
          • (Ερωτόκρ. Δ́ 1204
          • εκείνοι οπού είχασι τα εμοίραζαν μετ' εκείνους οπού δεν είχασι (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 76
        • β) συμμερίζομαι:
          • εις δε τας λύπας … τρέχε και … μοίραζε το πάθος (Σπαν. (Λάμπρ.) Va 432).
      • 3)
        • α) Κατανέμω, χωρίζω (συν.) σε ίσες ομάδες, διαιρώ:
          • (Άνθ. χαρ. 28912
          • εμέρασε ο Ταμερλάνος το φουσσάτο του εισέ δύο (Χρον. σουλτ. 3913
        • β) (μεταφ.):
          • Οι ουρανοί μας έδωκαν … μοιρασμένην όλην ετούτην την ζωήν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [173]
        • γ) (μαθημ.):
          • δέκα φορές εκατόν πενήντα κάμνουν ͵αφ· και μοίρασέ τα με έξι (Καραβ. 49211
        • δ) κατατάσσω, ταξινομώ:
          • Τον στρατόν … εις τάγματα μοιράσε (Κορων., Μπούας 55
        • ε) ξεχωρίζω· αποχωρίζω:
          • το μισό παιδιών του Ισραέλ ος εμέρασεν ο Μωσέ από τους αθρώπους τους στρατιώτες (Πεντ. Αρ. XXXI 42· Γέν. XLIX 7).
      • 4)
        • α) Σκίζω, χωρίζω (πβ. μέσα (II) 5):
          • τον έναν έδωσε σπαθεάν … και μέσα τον εμοίρασεν απάνω έως κάτω (Αχιλλ. L 432
        • β) (προκ. για θηρία) διαμελίζω, κομματιάζω:
          • όρνιθες και κύνες … σε μοιράσουν (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΚΒ́ [324]· Διγ. O 930).
      • 5) Διασκορπίζω· (εδώ μεταφ.):
        • (Λίβ. Esc. 1953
        • τον μεγάλον κίνδυνον πώς είχετε μοιράσει; (Ιστ. Βλαχ. 1224).
      • 6)
        • α) Μεταδίδω· μεταλαμπαδεύω:
          • εγέμισαν τον κόσμον με σοφίαν … κι εις όλους την εμοίρασαν (Ιστ. Βλαχ. 420
        • β) μεταβιβάζω την κυριότητα (με γραπτό κείμενο), αφήνω σε κάπ.· κληροδοτώ:
          • πάντα όσα εμοίρασεν εις αυτήν την διαθήκην (Ασσίζ. 3963
        • γ) (μεταφ.):
          • είδωλα ος δεν τα ήξεραν και δεν εμέρασαν αυτωνών (Πεντ. Δευτ. XXIX 25).
      • 7) (Προκ. για την έκβαση ενός αγώνα) πιθανολογώ, αποδίδω τη νίκη στον ένα ή τον άλλο:
        • εις μάχην ήστεκαν και εμοίραζαν την νίκην (Λίβ. N 2050).
    • IΙ. Μέσ.
      • 1) Μοιράζομαι, παίρνω κ. από κοινού με κάπ.:
        • οι θειούδες του ρηγός … εμοιράστησαν το νησσίν του (Μαχ. 45034).
      • 2)
        • α) Χωρίζομαι, διαιρούμαι:
          • Οι Φράγκοι μοιραστήκασι κι επηαίνασι χωσμένοι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2577
        • β) (με ενεργ. σημασ.):
          • εμοιράστην απάνου τους νύχτα, αυτός και οι σκλάβοι του, και έδερέ τους (Πεντ. Γέν. XIV 15
        • γ) (μεταφ.) διχάζομαι:
          • 'ς δυο εμοιράστηκα κι άφηκα στην κερά μου … το νου και την καρδιά μου και το κορμί στη δούλεψη του βασιλιού μου επήρα (Ερωφ. Ά 251).
      • 3) (Προκ. για διαμελισμό, κομμάτιασμα):
        • τα λιοντάρια … αλλήλως τως ζιμιό το μοιραστήκα (ενν. το κορμί) (Ερωφ. Έ 198· Έ 664).
      • 4) Συγχέομαι, μπερδεύομαι· διαφοροποιούμαι:
        • ουκάποτε εμοιράσθησαν οι γλώσσες όλες (Διήγ. Αλ. G 264).
    • Φρ.
    • 1) Μοιράζω τον λόγον, βλ. λόγος Φρ. 19.
    • 2) Μοιράζομαι κατά νουν = η σκέψη μου πλανιέται σε πολλά, το μυαλό μου διασπάται σε πολλά:
      • (Λίβ. Esc. 3510).

    [<μτγν. μοιράω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    μοιραίνω [miréno] Ρ7.1α : (λαϊκότρ.) καθορίζω τη μοίρα κάποιου: Ήρθαν οι Mοίρες να μοιράνουν το μωρό.

    [μοίρ(α) -αίνω]

    [Λεξικό Κριαρά]
    μοιραίνω.
    • α) (Προκ. για τη Μοίρα) ορίζω τη μοίρα κάπ., προδιαγράφω το πεπρωμένο του:
      • (Ευγέν. 717
      • το μελλάμενο εκ την αρχή του αθρώπου οι Μοίρες το μοιραίνουσι (Φαλιέρ., Ενύπν. 58
    • β) προκαθορίζω τα μελλοντικά προτερήματα κάπ.:
      • όλες τσι χάρες π’ Ουρανοί και τ’ Άστρη εγεννήσα, μ’ όλες τον εμοιράνασι (Ερωτόκρ. Ά 84).

    [<ουσ. μοίρα + κατάλ. ‑αίνω. Η λ. και σήμ. λαϊκ.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    μοιραίος -α -ο [miréos] Ε4 : 1α. που συμβαίνει οπωσδήποτε, που είναι αναπόφευκτος, σαν να έχει οριστεί από τη μοίρα: Mοιραίο γεγονός / δυστύχημα. Είναι μοιραίο να…, είναι αναπόφευκτο. || (ως ουσ.) το μοιραίο, καθετί το αναπόφευκτο και ιδίως ο θάνατος: Kανείς δεν μπορεί να αποφύγει το μοιραίο. Ο τραυματίας υπέκυψε στο μοιραίο, πέθανε. β. που είναι ιδιαίτερα βλαβερός ή καταστρεπτικός: Mοιραίο λάθος / ταξίδι. 2. που παίζει τον πιο αποφασιστικό ρόλο σε κτ.: Ο ~ άνθρωπος. H μοιραία στιγμή. || Mοιραία γυναίκα, που χαρακτηρίζεται από έντονη θηλυκότητα και προκλητικότητα. Mοιραία μαλλιά, που είναι μακριά και καλύπτουν ένα τμήμα του προσώπου. μοιραία ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. 1.

    [λόγ. < ελνστ. μοιραῖος]

    < Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες