Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μιαρός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μιαρός, επίθ.
  • 1) Μολυσμένος (με αίμα ανόσιων πράξεων):
    • (Βίος Αλ. 5734).
  • 2) Μολυσμένος, ακάθαρτος·
    • (εδώ μεταφ.):
      • σκεύος εγίνην μιαρόν (Εις Θεοτ. 64).
  • 3) (Προκ. για ζώο) ακάθαρτος, βρόμικος:
    • το μιαρόν ποντίκιν (Χρησμ. (Βέης) 1324).
  • 4)
    • α) Αχρείος, βδελυρός, μυσαρός:
      • ύβρεις … εκ του μιαρού αυτών λάρυγγος εξέχεον (Ψευδο-Σφρ. 40426
    • β) δόλιος, βρομερός:
      • γνώμη μιαρά (Διακρούσ. 7619).
  • 5) Αποκρουστικός, απεχθής, άθλιος:
    • της φυλακής της μιαράς (Γλυκά, Στ. 445).
  • 6)
    • α) (Προκ. για αλλόθρησκους, ιδ. μουσουλμάνους ή κ. σχετ. με αυτούς) ανόσιος, ασεβής, ανίερος:
      • γένος μιαρόν (Διακρούσ. 1004
      • την μιαράν … φωνήν του Μεεμέτη (Ιστ. Βλαχ. 2727
      • μιαράς … θρησκείας μύσται (Δούκ. 2839
      • (προκ. για αιρετικούς):
        • (Βακτ. αρχιερ. 133
      • (ως ουσ.):
        • κειμήλια ιερά εν χερσί μιαρών (Δούκ. 2517
    • β) (προκ. για το διάβολο):
      • (Εις Θεοτ. 29).
  • 7) Ασελγής, ακόλαστος:
    • (Συναξ. γυν. 79).
  • Το ουδ. ως ουσ. = ζώο βρόμικο, απεχθές, συχνά βλαβερό:
    • μιαρόν φαρμακερόν (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 445).

[αρχ. επίθ. μιαρός. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ.· η λ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μιαρός -ή -ό [miarós] Ε1 : (λόγ.) που είναι μιασμένος ή που προκαλεί μίανση.

[λόγ. < αρχ. μιαρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες