Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μηδείς, αντων.· μηδεγείς· μηδένας· μουδεγείς· μουδένας.
-
- Κανένας, ούτε ένας:
- (Πανώρ. Έ 33).
- Το ουδ. ως ουσ. = τίποτε:
- προς εσέν και προς εμέν μηδέν λειφτεί στη μέση (Φαλιέρ., Ιστ. 156).
[αρχ. αντων. μηδείς. Ο τ. μηδένας στο Μeursius. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]
- Κανένας, ούτε ένας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μηδείς μηδεμία μηδέν [miδís] αντων. αόρ. : 1. (λόγ.) κανένας, στην έκφραση μηδενός εξαιρουμένου, (για πρόσ.) χωρίς καμιά εξαίρεση, χωρίς να εξαιρείται κανείς από ένα σύνολο: Θα παρουσιαστείτε στο διευθυντή, μηδενός εξαιρουμένου, όλοι. (γνωμ.) μηδένα προ του τέλους* μακάριζε. 2. (ως ουσ.) το μηδέν*.
[λόγ. < αρχ. μηδείς]