Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταστρέφω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταστρέφω [metastréfo] -ομαι Ρ αόρ. μετέστρεψα, απαρέμφ. μεταστρέψει, παθ. αόρ. μεταστράφηκα, απαρέμφ. μεταστραφεί : προκαλώ μεταστροφή: Mε όλη τη ρητορική του ικανότητα δεν μπόρεσε να μεταστρέψει το λαϊκό φρόνημα.

[λόγ. < αρχ. μεταστρέφω]

[Λεξικό Κριαρά]
μεταστρέφω· ματαστρέφω· μτχ. παρκ. μεταστρεμμένος.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1)
        • α) Στρέφω κ. προς …· (σε μεταφ.):
          • μεταστρέψας την ψυχήν εις θυμηδίαν πάλιν (Διγ. Ζ 4138
        • β) αποδίδω, μεταβιβάζω:
          • Τέκνα, … το στέμμα … μεταβιβάσαι προς υμάς και μεταστρέψαι θέλω (Καλλίμ. 47).
      • 2)
        • α) Επιστρέφω κ.:
          • ουδέ πρέπον γαρ υπάρχει ίνα πάλιν μεταστρέψουν άπαντες τα μερτικά τους (Ερμον. Θ 36
        • β) αποκαθιστώ:
          • αυθέντη, … θέλεις μεταστρέψειν την βασιλείαν εις το γένος του Ισραήλ; (Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστ. (Κακουλ.) φ. 39v).
      • 3)
        • α) Μεταβάλλω, αλλάζω, μετατρέπω· διαστρέφω:
          • μετέστρεψε την δημοκρατίαν εις βασιλείαν (Βακτ. αρχιερ. 210
        • β) (εδώ σκέψη, γνώμη, κλπ.):
          • Μετάστρεψε το λογισμό, το νου σου μην παιδεύγεις (Ερωτόκρ. Ά 927· Παλαμήδ., Βοηβ. 985
        • γ) ανακαλώ, παίρνω πίσω:
          • (Ασσίζ. 34920
          • Κύριε, … μετάστρεψε το βάρος σου και πάψε την οργή σου (Θυσ. 118
        • δ) κάνω κάπ. να αλλάξει γνώμη:
          • (Φορτουν. Γ́ 398).
      • 4) Κάνω αμοιβαία μετάθεση, αλλαγή:
        • (Κυπρ. ερωτ. 15610).
      • 5) Αναποδογυρίζω· ανατρέπω:
        • τούς υψώνει (ενν. ο κόσμος) αύριον, πάλιν τους μεταστρέφει (Σπαν. (Ζώρ.) V 152).
      • 6) Ξαναρχίζω:
        • εις άλλην ώρα τη μαλιά θέλετε μεταστρέψει (Φορτουν. Ιντ. γ́ 167).
    • Β́ Αμτβ.
      • 1) Επιστρέφω, γυρίζω πίσω:
        • Εμετάστρεψεν ο Αβραάμ στο σπίτιν του πατρός του (Χούμνου, Κοσμογ. 619 κριτ. υπ).
      • 2) Μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι:
        • εις κατάνυξιν μετέστρεψε σον γήρας (Διγ. Z 3135).
  • II. Μέσ.
    • 1) Στρέφομαι προς …:
      • αλλάσσουν οι κακοί λογισμοί … και μεταστρέφουνται εις τα πάθη (Μαχ. 25415).
    • 2)
      • α) Επιστρέφω, γυρίζω πίσω:
        • μετεστράφηκεν προς την αυτόν ποθούσαν (Διγ. Z 590
      • β) (μεταφ.):
        • (Χριστ. διδασκ. 113
      • γ) απομακρύνομαι:
        • να μηδέν μεταστραφεί εκ την δική του χάρη (ενν. του Παντοκράτορα) (Ριμ. Απολλων. [1662]).
    • 3) Μεταβάλλομαι, αλλάζω, μετατρέπομαι:
      • η σελήνη … εις σκότος μετεστράφη (Θρ. Θεοτ. 43· Ιμπ. 258).
    • 4)
      • α) Αλλάζω γνώμη, μετανιώνω:
        • μεταστρεμμένη και καλλιοτερισμένη απ’ εκείνον το χρείος (Ασσίζ. 3864
      • β) (θρησκ.) μετανοώ, μεταμελούμαι:
        • να μεταστραφούσιν, να παύσω τότες την οργήν (Θρ. Κύπρ. 131).

[αρχ. μεταστρέφω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες