Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταβαίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταβαίνω [metavéno] Ρ πρτ. μετέβαινα, αόρ. γ' πρόσ. μετέβη, μετέβησαν, απαρέμφ. μεταβεί : (λόγ.) 1. πηγαίνω κάπου: Ο πρωθυπουργός μετέβη στη Θεσσαλονίκη για να εγκαινιάσει τη διεθνή έκθεση. || (γραμμ.): Aντικείμενο είναι η λέξη στην οποία μεταβαίνει η ενέργεια του υποκειμένου. 2. (σπάν.) εξελίσσομαι ή γίνομαι διαφορετικός.

[λόγ. < αρχ. μεταβαίνω `περνάω πέρα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μεταβαίνω.
  • 1) Πηγαίνω από ένα μέρος σε άλλο:
    • (Βακτ. αρχιερ. 179
    • (μεταφ.):
      • (Ερμον. Λ μετά στ. 154).
  • 2) Μεταβάλλομαι·
    • φρ. μεταβαίνω εις το μέλαν, βλ. μέλας ουδ. 1 φρ.
  • 3) (Μεταφ.) ξεφεύγω, παραβαίνω:
    • ουδέ μετέβην ορισμού ποτέ μου ένα βήμα (Ριμ. Βελ. ρ 224).

[αρχ. μεταβαίνω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες