Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετέρχομαι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετέρχομαι [metérxome] Ρ αόρ. μετήλθα, απαρέμφ. μετέλθει : (λόγ.) 1. (για μέθοδο, τρόπο, μέσο) χρησιμοποιώ: Mετήλθε κάθε μέσο για να τον πείσει. 2. ασκώ ένα επάγγελμα ή μια τέχνη.

[λόγ. < αρχ. μετέρχομαι `ακολουθώ, προσέχω κτ.΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μετέρχομαι (Ι).
  • 1) Φεύγω, πηγαίνω σ’ άλλο τόπο, μεταβαίνω·
    • φρ. μετέρχομαι προς τας αιωνίους μονάς = πεθαίνω:
      • (Ιστ. Ηπείρ. ΧΧΧΙΙΙ2).
  • 2) Ασχολούμαι, επιμελούμαι:
    • (Βακτ. αρχιερ. 183).
  • 3) Ασκώ, εξασκώ, επαγγέλλομαι κ.·
    • φρ. μετέρχομαι πέραμαν = εξασκώ το επάγγελμα του περαματάρη, είμαι περαματάρης:
      • (Προδρ. III 197-16 χφ P κριτ. υπ).
  • 4) Επιχειρώ, χρησιμοποιώ μέσα για κάπ. σκοπό:
    • προς το τυχείν εκείνης (ενν. της Ελένης) εμετήρχετο γαρ πάντα (Ερμον. Β 341).
  • 5) Χειρίζομαι (υπόθεση):
    • πανούργως το πράγμα μετερχόμενος (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 269).

[αρχ. μετέρχομαι. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μετέρχομαι (ΙΙ)· ματάρχομαι· μετάρχομαι.
  • Έρχομαι ξανά, επιστρέφω:
    • πάλι εγώ μετάρχομαι, γυρίζω και κτυπώ σου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [155]).

[<πρόθ. μετά + έρχομαι. Ο τ. ματά και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες