Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετάφρενον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μετάφρενον το· γεν. πληθ. μεταφρενών.
  • (Συν. στον πληθ.) το τμήμα μεταξύ των δύο ωμοπλατών·
    • (εδώ προκ. για πτηνό) ράχη:
      • Ύδωρ ζεστόν … επάνω των μεταφρενών αυτού (ενν. του ιέρακος) υπόβαλε (Ορνεοσ. αγρ. 56811).

[αρχ. ουσ. μετάφρενον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες