Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μερίς
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Κριαρά]
μερίς η· μερίδα.
  • 1)
    • α) Τμήμα, μέρος:
      • (Πανάρ. 7914
      • (μεταφ.):
        • συγχωρήσεως μερίδα (Ιωάνν. ιερ. 9
    • β) (συνεκδ.) μερισμός, διαίρεση:
      • (Rechenb. (Vog.) 275).
  • 2) Μερίδα φαγητού:
    • (Ιερακοσ. 45114).
  • 3) Τμήμα γης· τόπος, περιοχή:
    • η της Ασίας μερίς (Δούκ. 12532· Σταυριν. 1302).
  • 4)
    • α) Τμήμα ιδιοκτησίας, «κλήρος»:
      • έχει μερίδαν … στην μπαρονίαν (Χρον. Μορ. P 7743
    • β) κληρονομικό μερίδιο:
      • πατρική μερίδα (Διγ. O 2256
      • εσέν … ν’ αφήσομεν μερίδα (Ιμπ. (Legr.) 152
    • γ) (σε ιδιάζ. χρ.) ?κληροδότημα· δώρο:
      • να τον επάρει ο δαίμονας στον Άδην διά μερίδα (Περί γέρ. (Δαν.) 124
      • να 'ναι (ενν. το όνειρον) για καλό, της τύχης μου μερίδα (Φαλιέρ., Ενύπν. 10).
  • 5)
    • α) Μοίρα, τύχη:
      • η μερίς αυτού (ενν. του βλάσφημου) υπάρχει μετά του προδότου Ιούδα (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι XII 94
    • β) φρ. έχω μερίδα ανάμεσον σε κάπ. = συγκαταλέγομαι:
      • (Παλαμήδ., Βοηβ. 72).
  • 6)
    • α) Ομάδα, σύνολο (ανθρώπων):
      • (Διγ. Ζ 848, 4197
    • β) έκφρ. η δεξιά μερίς = το σύνολο των δικαίων που σώζονται στη Μέλλουσα Κρίση:
      • (Δαρκές, Προσκυν. [248]).
  • 7) (Νομ. συν. στον πληθ.) καθένα από τα αντίδικα μέρη, διάδικος:
    • ο κριτής αφκράζεται τι λέγουν οι μερίδες (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1053).
  • 8)
    • α) Τμήμα του άρτου της Προθέσεως:
      • Περί μεταλήψεως …, ότι οι ιερείς δεν πρέπει να μεταδίδουν τοις πιστοίς από τας μερίδας (Βακτ. αρχιερ. 168
    • β) έκφρ. η άχραντος μερίδα = η Θεία Κοινωνία:
      • (Ιστ. Βλαχ. 2026).

[αρχ. ουσ. μερίς. Ο τ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μερισία η.
  • 1) Διανομή, μοιρασιά:
    • την μερισίαν να ποιήσουν του τόπου της Ανατολής (Χρον. Μορ. H 1019).
  • 2) Μερίδιο:
    • ηφέραν το βιβλίον όπου ήτο η μερισία εγράφως γαρ του καθενός, το τι του επαρεδόθη (αυτ. 1908).

[<μερίζω + κατάλ. ‑σία. Η λ. τον 7. αι.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μέρισμα το [mérizma] Ο49 : (οικον.) το τμήμα των κερδών, συνήθ. ετήσιων, που αναλογεί σε καθεμιά από τις μετοχές μιας ανώνυμης εταιρείας: Πληρωμή μερισμάτων στους μετόχους. Προσωρινό / τελικό / αζήτητο ~.

[λόγ. < ελνστ. μέρισμα (μερίζω) `μέρος΄ σημδ. γαλλ. dividende]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μερισματαπόδειξη η [merizmatapóδiksi] Ο33 : (οικον.) απόδειξη για την είσπραξη του μερίσματος από το δικαιούχο.

[λόγ. μερισματ- (μέρισμα) + απόδειξις (-σις > -ση)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μερισμός ο [merizmós] Ο17 : 1. διαίρεση ενός αριθμού σε τμήματα με βά ση ορισμένη αναλογία: Προβλήματα μερισμού. 2. επιμερισμός: ~ των καθηκόντων.

[λόγ. < αρχ. μερισμός (μερίζω) `διαίρεση΄ σημδ. γαλλ. par tage]

[Λεξικό Κριαρά]
μερισμός ο.
  • 1)
    • α) (Μαθημ.) διαίρεση:
      • (Rechenb. 34
    • β) διαμερισμός, διαίρεση:
      • μερισμόν … του κράτους (Λέοντ., Αίν. (Knös) 1754
    • γ) διαχωρισμός, χωρισμός στα δύο:
      • γίνεται … μερισμός απεδώ και απεκείθεν (Λίβ. P 195).
  • 2) Μερίδιο:
    • είτι έρχεται εις πασαενού μερισμόν τόσην ζημίαν θέλει να δώσει (Rechenb. 107).

[αρχ. ουσ. μερισμός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μεριστής ο.
  • Διαιρέτης:
    • (Rechenb. 151).

[μτγν. ουσ. μεριστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες