Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεγαληγορία η [meγaliγoría] Ο25 : (λόγ.) χρησιμοποίηση υπερβολών ή πομπωδών εκφράσεων στο λόγο· μεγαλορρημοσύνη, μεγαλοστομία.
[λόγ. < αρχ. μεγαληγορία]