Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μεγάλως, επίρρ.
-
- 1)
- α) Πολύ υπερβολικά:
- (Βέλθ. 732), (Χρον. Τόκκων 2231)·
- β) με μεγάλη προσοχή, με περίσκεψη:
- εξετάζουν ακριβώς, στοχάζουνται μεγάλως … άπασαν την αλήθειαν (Βυζ. Ιλιάδ. 300).
- α) Πολύ υπερβολικά:
- 2) Με δυνατή φωνή, δυνατά:
- (Καλλίμ. 1314).
- 3) Με μεγαλοπρέπεια, με λαμπρότητα:
- ο βασιλεύς … μεγάλως τους εδέχθην (ενν. τους άρχοντες) (Γεωργηλ. Βελ. Λ 650).
- 4) Με μεγάλη προθυμία:
- Ως το ήκουσεν ο πρίγκιπας, μεγάλως το απεδέχτη (Χρον. Μορ. H 5344).
- 5) Με βιασύνη, με σπουδή:
- σε βλέπω, γέρον μου, ότι μεγάλως φεύγεις (Διγ. Z 3399).
[αρχ. επίρρ. μεγάλως]
- 1)