Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μασητήρας ο [masitíras] Ο2 : (ανατ.) ονομασία ενός από τους μασητήριους μυς. || (ως επίθ.): ~ μυς.
[λόγ. < αρχ. μασητήρ, αιτ. -ῆρα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μασητήριος -α -ο [masitírios] Ε6 : (ανατ.) που έχει σχέση με τη μάσηση: Mασητήριοι μύες. Mασητήριο νεύρο.
[λόγ. μαση(τήρ) -τήριος]