Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μίσθωσις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μίσθωσις η.
  • Μίσθωση, νοίκιασμα:
    • (Βακτ. αρχιερ. 170).

[αρχ. ουσ. μίσθωσις. Η λ. και σήμ. (‑η)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες