Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέση
24 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μέση η [mési] Ο30α : 1. το μεσαίο, το κεντρικό τμήμα ενός διαστήματος: α. τοπικού: Έκοψε το μολύβι ακριβώς στη ~ και το έκανε δύο ίσα κομμάτια. || (επέκτ.) για ευρύτερο χώρο: Στη ~ της πεδιάδας υψώνεται ένας λόφος, στο κέντρο. Στέκονται στη ~ του δρόμου και εμποδίζουν την κυκλοφορία. (έκφρ.) στη ~ του δρόμου*. ΦΡ άκρες* μέσες ή μέσες άκρες. βγάζω στη ~, εμφανίζω, παρουσιάζω, φανερώνω. μπαίνω στη ~, παρεμβαίνω. βγάζω* από τη ~. φεύγω / βγαίνω από τη ~, παύω να παίζω ρόλο σε μια υπόθεση. || (για σύνολο): Xωρίζω κτ. στη ~, σε δύο ίσα τμήματα. β. χρονικού: H ~ της σχολικής χρονιάς. ΦΡ αφήνω κτ. στη ~, δεν το τελειώνω: Πρέπει να τελειώσω μερικές δουλειές που έχω αφήσει στη ~. είναι κτ. στη ~, δεν έχει τελειώσει. 2α. το τμήμα του ανθρώπινου κορμού που βρίσκεται ανάμεσα στα πλευρά και στους γλουτούς: Πόνος στη ~, οσφυαλγία. Πονάει / πιάστηκε η ~ μου. ~ σαν δαχτυλίδι, πολύ λεπτή. Σφίγγω τη ~ μου με τη ζώνη. Tο νερό του ποταμού έφτανε ως τη ~ τους. ΦΡ λυγίζω τη ~ μου, συμπεριφέρομαι με δουλοπρέπεια. μου βγαίνει η ~, ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι πολύ από μια προσπάθειά μου. β. το τμήμα του ρούχου που αντιστοιχεί στη μέση και συνήθ. είναι στενότερο: H ~ του παλτού / του φουστανιού / του πανταλονιού. μεσούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 2.

[1: αρχ. μέση· 2: μσν. σημ.· μέσ(η) -ούλα]

[Λεξικό Κριαρά]
μέση η.
  • 1)
    • α) Το τμήμα μεταξύ αρχής και τέλους (τόπου, έκτασης, ύψους, διήγησης, κλπ.), το μέσον:
      • στη μέση της θαλάσσου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 36228
      • το … οσπίτιον … ήτον έως την μέσην με χρυσόν (Διγ. Άνδρ. 39827· Ερωτόκρ. Γ́ 149
    • β) (χρον.) μεσοδιάστημα:
      • Το μέν έαρ κατά την αρχήν … έπομβρον και η μέση, ο δέ Μάιος ξηρός (Ωροσκ. 4114
      • (μεταφ. προκ. για τη ζωή του ανθρώπου):
        • (Φαλιέρ., Ρίμ. 34
    • γ) (ναυτ.):
      • μάντους της μέσης και ρίζες (Καραβ. 50332
    • δ) (προκ. για ποιότητα, κατηγορία) έκφρ. ψωμίν της μέσης = ψωμί δεύτερης ποιότητας:
      • (Προδρ. III 147 χφ G κριτ. υπ).
  • 2) Η μέση του ανθρωπίνου σώματος, η οσφύς:
    • Η μέση της ολόλιγνη (Βέλθ. 707).
  • 3) Κέντρο:
    • (Πεντ. Αρ. XXXV 5
    • πιάσε μαχαίρι, μπήξε μου εις της καρδιάς τη μέση (Ερωτόκρ. Γ’ 446).
  • 4) Η Μέση = η Μέση οδός της Πόλεως (βλ. μέσος (ΙΙ), Εκφρ. 2):
    • (Προδρ. IV 55).
  • 5)
    • α) Αγορά:
      • επουλούσαν το φτηνόν (ενν. το ψουμίν) εις την Μέσην (Μαχ. 52232· Πτωχολ. α 222
    • β) έκφρ. λας της μέσης = υβριστ. προκ. για έθνος εμπόρων:
      • (Μαχ. 48630).
  • 6) Το κοινό τραπέζι του μοναστηριού:
    • σήμερον ιχθύς ου τρώγεται εις την μέσην (Προδρ. IV 141).
  • 7) Η κοινή αποθήκη τροφίμων του μοναστηριού:
    • «μέσην» το λέγομεν ημείς, «δοχειάριον» οι άλλοι (Παϊσ., Ιστ. Σινά 995).
  • 8) (Νομ.) η μέση απόφασις (βλ. μέσος (ΙΙ) Εκφρ. 1):
    • Περί του βισκούντη και τους μεσίτες του, οπού ένι οι σεργέντες οπού τηρούν τας μέσας (Ασσίζ. 137).
  • Εκφρ.
  • 1) Από ή εις την μέσην τους = ανάμεσά τους, μεταξύ τους:
    • (Χρον. σουλτ. 1317), (Μαχ. 14821).
  • 2) Από την μέσην (περιοχής) = διαμέσου:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. 163r).
  • 3) Μέση καθολική, βλ. καθολικός 1α έκφρ.
  • 4) Στη μέση = μπροστά σε όλους:
    • (Αλεξ. 2818).
    • Φρ.
    • 1) Βάνω καιρό στη μέση, βλ. βάνω I66.
    • 2) Βάνω κ. στη μέση = παρεμβάλλω κ.:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 24610).
    • 3) Βάνω κάπ. στη μέση = (προκ. για στρατιώτες) περικυκλώνω:
      • (Αλεξ. 1522).
    • 4) Βάνω στη μέση άργητα = καθυστερώ, αργοπορώ:
      • (Ερωφ. Δ́ 181).
    • 5) Βγαίνω από την μέσην, βλ. βγαίνω 3α και 23 φρ.
    • 6) Βγαίνω εις την μέσην, βλ. βγαίνω 7β.
    • 7) Λείπω από τη μέση, βλ. λείπω Β́5γ φρ.
    • 8) Μπαίνω εις τη μέση = παρεμβάλλομαι:
      • (Ερωτόκρ. Δ́ 157).
    • 9) Φεύγω από την μέσην = αποχωρώ, απομακρύνομαι:
      • (Πουλολ. 282 κριτ. υπ).
  • Η λ. ως τοπων.:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 23327).
  • [αρχ. ουσ. μέση. Η λ. και σήμ.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    μεσήλικας ο [mesílikas] Ο5 : άνθρωπος πενήντα ως εξήντα χρονών περίπου· (πρβ. μεσόκοπος).

    [λόγ. < ελνστ. μεσῆλιξ, αιτ. -ικα]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    μεσήλικος -η -ο [mesílikos] Ε5 : που είναι πενήντα ως εξήντα χρονών περίπου. || (ως ουσ.) ο μεσήλικος, θηλ. μεσήλικη: Οι μεσήλικοι πρέπει να υποβάλλονται συχνά σε ιατρικές εξετάσεις.

    [λόγ. μεταπλ. του μεσήλιξ κατά το ενήλικας - ενήλικος]

    [Λεξικό Κριαρά]
    μεσήλιξ, επίθ.· μεσοήλιξ.
    • (Εδώ) που έχει μέτριο ανάστημα:
      • Ην γαρ Οδυσσεύς μεσήλιξ (Ερμον. Δ 184).

    [μτγν. επίθ. μεσήλιξ. Ο τ. το 12. αι. Τ. ‑ικας και ‑ικος σήμ.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    μεσημβρία η [mesimvría] Ο25 : 1. (λόγ.) το μεσημέρι μόνο στις εκφράσεις προ μεσημβρίας ή (π.μ.), πριν από το μεσημέρι και μετά μεσημβρία(ν) ή (μ.μ.), μετά το μεσημέρι, από τις δώδεκα το μεσημέρι και ύστερα: Ώρα 8 π.μ. / μ.μ. Tα καταστήματα λειτουργούν από τις οχτώ π.μ. ως τις τέσσερις μ.μ. 2. (λογοτ.) ο νότος.

    [λόγ.: 2: αρχ. μεσημβρία· 1: αρχ. μεσημβρία `μεσημέρι΄ στα μτφρδ. αγγλ. a.m., p.m. < λατ. ante meridiem, post meri diem]

    [Λεξικό Κριαρά]
    μεσημβριανός, επίθ.,
    βλ. μεσημβρινός.
    [Λεξικό Κριαρά]
    μεσημβρίας ο.
    • Νοτιάς:
      • λίβας ή μεσημβρίας (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 899).

    [<αρχ. ουσ. μεσημβρία]

    [Λεξικό Κριαρά]
    μεσημβρικός, επίθ.
    • Νότιος:
      • (Ιερακοσ. 3675).

    [<ουσ. μεσημβρία + κατάλ. ‑ικός]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    μεσημβρινός ο [mesimvrinós] Ο17 : (γεωγρ., αστρον.) κάθε νοητή καμπύλη γραμμή που συνδέει τους δύο πόλους της Γης και είναι κάθετη στο επίπεδο του ισημερινού: Ο ~ ενός τόπου. Πρώτος ~, που περνά από το αστεροσκοπείο Γκρίνουιτς της Aγγλίας. Ουράνιος ~, που περνά από τους πόλους της ουράνιας σφαίρας. Mαγνητικός ~, που περνά από τους μαγνητικούς πόλους της γης.

    [λόγ. < μεσημβρινός 1 σημδ. γαλλ. méridien]

    < Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες