Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μένω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μένω [méno] Ρ αόρ. έμεινα, απαρέμφ. μείνει : 1α. είμαι, βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση: ~ ευχαριστημένος / εμβρόντητος / ανεξεταστέος / στάσιμος. ~ ξύπνιος / άγρυπνος. ~ έγκυος. ~ χωρίς δουλειά. ~ πίσω* και ως έκφραση. Έμεινε ακίνητος σαν πεθαμένος. Πέθανε ο άντρας της κι έμεινε χήρα. Tα καταστήματα έμειναν κλειστά λόγω της απεργίας. ΦΡ και εκφράσεις ~ με την όρεξη*. ~ με το στόμα* ανοιχτό. ~ με την κακία μου / μου μένει η κακία, δεν πραγματοποιείται η επιθυμία μου που ήταν βλαβερή, επιζήμια για κπ. άλλο. έμεινα, για κατάσταση έκπληξης ή αμηχανίας. ~ πανί* με πανί / με άδειες τσέπες*. ~ στο ράφι* / στα κρύα του λουτρού* / μπουκάλα*. ~ με τη γλύκα*. ~ στα λόγια*. ~ στον άσο*. ~ στήλη* άλατος. ~ (ο) μισός*. ~ ρέστος* / σέκος* / ξερός* / σύξυλος* / ταπί*. ~ κόκαλο*. ~ στον τόπο*. β. εξακολουθώ να υπάρχω: Tο ρούχο δεν καθάρισε καλά· έμειναν ακόμα μερικοί λεκέδες. Kαλλιτεχνικό έργο που θα μείνει στους αιώνες. (έκφρ.) τα γραπτά* μένουν. ΦΡ να μένει (το βύσσινο*). γ. υπάρχω ως υπόλοιπο· υπολείπομαι: Aν από τα δέκα αφαιρέσουμε δύο, μένουν οχτώ. Δε μου έμεινε ούτε μία δραχμή. Tι σου έμεινε από αυτά που έμαθες στο σχολείο; || Έκανε κάποτε το μανάβη και του έμεινε το όνομα. || (στο γ' πρόσ.) μένει να…, για ενέργεια που πρέπει να γίνει: Mένει να μάθουμε τα κίνητρα του εγκλήματος. Δε μένει παρά να σε ευχαριστήσω δ. εξακολουθώ να βρίσκομαι κάπου: Mείνε ακίνητος στη θέση σου. Θα μείνω εδώ για να σε περιμένω. Mένει κτ. στη μνήμη / στο μυαλό, το θυμάμαι. (έκφρ.) ~ στη σκιά*. ~ στη σκιά* κάποιου. δεν έμεινε πέτρα* πάνω στην πέτρα. (λόγ.) δεν έμεινε λίθος* επί λίθου. || Aυτό να μείνει μεταξύ μας, να μην ανακοινωθεί σε άλλους. || για όχημα που δεν προχωρεί πια, που σταματά: Έμεινε το αυτοκίνητο από λάστιχο / από βενζίνη. ε. διακόπτω, σταματώ κτ.: Aς μείνουμε ως εδώ· τα άλλα για αύριο. Mείναμε λίγο στον ίσκιο του πλάτανου για να ξεκουραστούμε. Nα μείνει αυτή η παραγγελία, να μην εκτελεστεί. στ. αρκούμαι σε κτ.: Έμειναν σε λίγα φιλιά. 2. κατοικώ μόνιμα ή προσωρινά κάπου: ~ στην Aθήνα / στη Θεσσαλονίκη / στην εξοχή. ~ μακριά. ~ σε ξενοδοχείο / σε φιλικό σπίτι. Εγώ και ο φίλος μου μένουμε στην ίδια πόλη / στον ίδιο δρόμο. ΦΡ ~ στο δρόμο* / στους πέντε δρόμους*. ~ σε κπ., κατοικώ, συνήθ. προσωρινά, στο σπίτι του: Mείνε μαζί μας απόψε κι αύριο βρίσκεις ξενοδοχείο. ~ με κπ., συγκατοικώ.

[1: αρχ. μένω· 2: μσν. σημ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μένω.
  • Ά Μτβ.
    • 1) Περιμένω, αναμένω:
      • (Μαχ. 4109).
    • 2) Υπομένω:
      • να μένουν πόλεμον κι ουχί να 'ναι φυγάδες (Κορων., Μπούας 46).
    • 3) Επιμένω, εξακολουθώ:
      • Άνθρωπος … αγοράσει δούλην …, και μένει έχων αυτήν μέχρι θανάτου αυτού, … (Ελλην. νόμ. 54128).
  • Β́ Αμτβ.
    • 1)
      • α) Παραμένω σε κάπ. τόπο (μόνιμα):
        • (Κορων., Μπούας 31
      • β) παραμένω προσωρινά, βρίσκω κατάλυμα:
        • αν έναι πούπετες μονή, να μείνομεν οι ξένοι (Λίβ. Esc. 3057
        • επαραβραδιάστημαν και εμείναμεν απώδε (Διγ. Esc. 338
      • γ) (προκ. για πλοία) αγκυροβολώ, αράζω:
        • όλ’ η αρμάδα εις την Χίο εμπήκε για να μείνει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 39320
      • δ) στρατοπεδεύω:
        • εις της Μπρέσας ήλθασι (ενν. οι Βενετοί) τα σύνορα κι εμείναν κι εκείνην αποκλείσασι (Κορων., Μπούας 133
      • ε) διαμένω, κατοικώ· διατρίβω, ζω:
        • (Ασσίζ. 3927
        • Έχεις … συντροφιά δαιμόνους, για να μένεις (Τζάνε, Κρ. πόλ. 40514
      • στ) παραμένω σε κάπ. κατάσταση:
        • (Ερωφ. Δ́ 725
        • έμεινεν ο ναός τότε χρόνους πολλούς έρημος (Χειλά, Χρον. 350
      • ζ) εμμένω, μένω σταθερός ή πιστός σε κ.:
        • (Κορων., Μπούας 122
        • να μείνομεν εις τον ορισμόν σου και εις την αφεντίαν σου (Μαχ. 60012
      • η) απομένω:
        • μοναχή της έμεινεν εις τα βουνά (Ιμπ. 569
      • θ) υπολείπομαι:
        • καν σταλαγματιά δεν μένει στο ποτήρι (Ιστ. Βλαχ. 2122
        • τινάς δεν έμεινεν να μην καβαλικεύσει (Διγ. Άνδρ. 3585).
    • 2) Διατηρούμαι, παραμένω· διαρκώ:
      • (Χρον. Μορ. P 2396
      • η φήμη του να μείνει απάνω σ’ όλη την Φραγκιά (Τζάνε, Κρ. πόλ. 41724
      • ουκ έστι δίκαιον, μενούσης της φιλίας ημών, στρατεύεσθαι κατά Θεσσαλονίκης (Έκθ. χρον. 413).
    • 3) Αδρανώ, συγκρατούμαι:
      • δεν εξεβαίναν (ενν. ο στρατός) να πολεμούσι μετ’ αυτού, αλλ’ εκ του φόβου μέναν (Κορων., Μπούας 143).
    • 4) (Με υποκ. τόπο) φτάνω, καταλήγω σε κάπ. θέση:
      • άφης το κάστρο εις τον μάστορα … μένει σου όλο το κάστρο εις τον λεβάντη (Πορτολ. Α 21714).
    • 5) Έρχομαι σε σαρκική μίξη:
      • το βραδύ να μένουσιν (ενν. οι αρχόντισσες) με τους μουσουλουμάνους και να τες μαγαρίζουσιν (Ανακάλ. 83· Χούμνου, Κοσμογ. 684).
    • 6) (Με κατηγ. ή κατηγορηματική μτχ.) περιέρχομαι σε μια κατάσταση, είμαι, γίνομαι:
      • εμείνασι του χρυσαφιού και τση πλουσότης δούλοι (Πανώρ. Πρόλ. 34
      • ο ρήγας … έμεινε γελασμένος (Τριβ., Ρε 336
      • ποιήσας ειρήνην μετά πάντων έμεινεν ησυχάζων (Έκθ. χρον. 456).
    • 7) Περιέρχομαι στην κυριότητα κάπ., κληροδοτούμαι:
      • Του ρε ντε Φράντσα μένοντα η χώρα της Μιλάνας, … από μέρους της μάννας (Κορων., Μπούας 128).
  • Φρ.
  • 1) Δεν έμεινεν λίθος επί λίθον, ουκ έμεινεν λίθος, βλ. λίθος Φρ. 5.
  • 2) (Απρόσ.) ολίον έμεινεν = λίγο έλειψε (να …):
    • επεθύμαν … να έχει … την Ελίαν, και ολίον έμεινεν και δεν την επήρεν (Μαχ. 56029).
  • 3) Μένω σ’ απορίαν = απορώ, θαυμάζω:
    • (Γαδ. διήγ. 396).
  • 4) Μένω επάνω (με γεν.) = είμαι υπεύθυνος για κ.:
    • (Ασσίζ. 34420).
  • 5) Μένω στον θάνατον = πεθαίνω:
    • (Διακρούσ. 7912).
  • Η μτχ. το μένοντα ως ουσ. = το υπόλοιπο:
    • όλον το μένοντα των πραγμάτων … του κλέπτη εντέχεται να ένι του αυθέντη (Ασσίζ. 1917).
  • [αρχ. μένω. Η λ. και σήμ.]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες