Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μεληδόν, επίρρ.
-
- Κατά μέλη, κομματιαστά:
- εκατεκόπης μεληδόν υπό βαρβάρων χείρας (Διγ. Z 425).
[μτγν. επίρρ. μεληδόν]
- Κατά μέλη, κομματιαστά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μέλημα το [mélima] Ο49 : η φροντίδα: Bασικό / μοναδικό ~ του δασκάλου είναι να
Έχει ως πρωταρχικό ~ την ανατροφή των παιδιών της.
[λόγ. < αρχ. μέλημα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μέλημα το.
-
- Αντικείμενο φροντίδας:
- (Ροδινός 135).
[αρχ. ουσ. μέλημα. Τ. ‑αν σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Αντικείμενο φροντίδας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελής -ιά -ί [melís] Ε8 & μελί [melí] Ε (άκλ.) : που έχει ανοιχτό καφέ χρώμα, όπως συνήθ. το μέλι: Mελιά μάτια. Mελί φούστα. || (ως ουσ.) το μελί, το μελί χρώμα.
[μέλ(ι) -ής· μέλ(ι) -ί 4]