Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέλει
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μέλει [méli] Ρ (απρόσ., μόνο στο ενεστ. θ.) : με ~, ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι για κτ.: Δε με ~ ποιος θα νικήσει, αφού εγώ τίποτα δε θα κερδίσω. Nα μη σε ~ εσένα· θα τα καταφέρω μόνος μου. Tι σε ~ εσένα, αν εγώ δε δουλεύω; ΠAΡ Aπό πίτα* που δεν τρως, τι σε ~ κι αν καεί.

[αρχ. μέλει γ' εν. (σε απρόσ. χρήση) του ρ. μέλω `με ενδιαφέρει΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μέλει, απρόσ.· μέσ. μέλεται.
  • (Συν. με άρν.) ενδιαφέρομαι, φροντίζω:
    • (Καλλίμ. 1195
    • δεν τον μέλει διά τα πρόβατα (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ιω. ί 13
    • (μέσ. με γεν.):
      • δεν της μέλεται παρά μόνος ο Χριστός (Πηγά, Χρυσοπ. 159 (29)).

[αρχ. μέλει. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες