Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέλαν
50 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
μέλαν το.
  • α) Μελάνι:
    • (Δούκ. 31323
  • β) (με το ουσ. σηπία· πβ. μαύρος, το ουδ. ως ουσ. 1) το μελάνι της σουπιάς:
    • (Ορνεοσ. αγρ. 5286).

[αρχ. ουσ. μέλαν. Bλ. και μέλας]

[Λεξικό Κριαρά]
μελανάδα η.
  • Μελανιά, μώλωπας:
    • τσιμπά (ενν. ο γέρος), μαλάσσει την και κάμνει μελανάδες (Περί γέρ. (Δαν.) 86).

[<επίθ. μελανός + κατάλ. ‑άδα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μελανδέστερος, επίθ.,
βλ. μελαντερέστερος.
[Λεξικό Κριαρά]
μελανένδυτος, επίθ.· μελένδυτος.
  • Που φορά μαύρα ρούχα, που πενθεί·
    • (εδώ μεταφ.):
      • μελανένδυτος, … η των Ιωαννίνων μητρόπολις γίνεται, τον ποιμένα αυτής μη έχουσα (Ιστ. Ηπείρ. X5).

[<επίθ. μέλας ή μελανός + ενδυτός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελανζέ [melanzé] Ε (άκλ.) : για νήμα που έχει κατασκευαστεί από κλωστές διαφορετικού χρώματος: ~ πουλόβερ. || (ως ουσ.).

[λόγ. < γαλλ. (drap) mélangé, (étoffe) mélangée `(ύφασμα) ανάμεικτο΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελάνη η [meláni] Ο30 & μελάνι το [meláni] Ο44 : 1. υγρό που το χρησιμοποιούν για να γράφουν: Mπλε / μαύρη / κόκκινη ~. Γράφει με πένα και ~. Έριξε λεπτή άμμο στο χαρτί για να στεγνώσει το μελάνι. Tυπογραφι κό μελάνι. Σινική* ~. Συμπαθητική* ~. ΦΡ (λαϊκ.) γράφω* κπ. εκεί που δεν πιάνει ~. χύνεται* πολλή ~. 2. σκουρόχρωμο υγρό που βγάζουν μερικά κεφαλόποδα για να θολώνουν το νερό και να αποφεύγουν έτσι τους εχθρούς τους: H ~ της σουπιάς / του χταποδιού. ΦΡ ρίχνω / αμολάω ~, προσπαθώ να κρύψω κτ.

[μελάνι: ελνστ. μελάνιον υποκορ. του αρχ. επιθ. μέλας `μαύρος΄· μελάνη: μεταπλ. σε θηλ. από την ομόηχη κατάλ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μελάνη η.
  • 1) Μελάνι γραφής:
    • την χέραν του εμαύρισεν αυτός με την μελάνην (Ιστ. Βλαχ. 2215).
  • 2) ?Μαύρο, πένθιμο ρούχο:
    • το πλήθος του λαού μελάνας εφορέσαν, … θρήνους πολεμούν (Βυζ. Ιλιάδ. 1099 (πιθ. εσφαλμ. αντί μέλανα ε., πβ. μέλας, ουδ. 2)).

[<ουσ. μελάνι(ν) το με μεταπλ. (ΛΚΝ). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελανής -ιά -ί [melanís] Ε8 & μελανί [melaní] Ε (άκλ.) : που το χρώμα του είναι ανάμεσα στο σκούρο μπλε και στο μοβ: Mελανί μολύβι. Mελανί / μελανιές κορδέλες. || (ως ουσ.) το μελανί, το μελανί χρώμα.

[μελάν(ι) -ής· μελάν(ι) -ί 4]

[Λεξικό Κριαρά]
μελανηφόρος, επίθ.
— Βλ. και μελανοφόρος.
  • Μαυροφόρος:
    • ανθρώπους κουρεμένους μετά πενθίμου σχήματος, μελανηφόρους (Καλλίμ. 1535).

[μτγν. επίθ. μελανηφόρος]

[Λεξικό Κριαρά]
μελάνθη η.
  • Το φυτό μελάνθιον (βλ. ά.):
    • (Ιερακοσ. 46113). [<ουσ. μελάνθι(ο)ν με μεταπλ., πιθ. αναλογ. και με ουσ. σε ‑άνθη (λ.χ. οινάνθη, κ.ά.)]
< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες