Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λύσις ‑ση η.
-
- 1)
- α) Απελευθέρωση:
- (Ελλην. νόμ. 51422), (Διγ. Gr. 2629)·
- β) απαλλαγή:
- (Δούκ. 2935)·
- γ) λύτρωση:
- (Καλλίμ. 1109, 2264)·
- δ) ελευθερία, δικαιοδοσία:
- (Διάτ. Κυπρ. 5118).
- α) Απελευθέρωση:
- 2) Άφεση:
- (Διγ. A 4774), (Δούκ. 3255).
- 3) Εξόφληση, πληρωμή δανείου, υποθήκης:
- (Γλυκά, Στ. Β́ 66).
- 4) Λύση, ερμηνεία:
- (Μάρκ., Βουλκ. 34022), (Βίος Αλ. 510).
- 5) Κατάργηση:
- (Βακτ. αρχιερ. 163).
- 6) Έγγραφο που γνωστοποιεί την αυτοκρατορική θέληση:
- τα δε ιή έτη, ών ο Δεκαπολίτης εν τῃ λύσει μέμνηται, … (Byz. Kleinchron. B́ 14055).
- Φρ.
- 1) Έχω λύσιν = είμαι ελεύθερος:
- (Ελλην. νόμ. 52513).
- 2) Λαμβάνω λύσιν + απαρέμφ. = αποφασίζω:
- (Πρέσβ. ιππ. 174).
- 3) Λαμβάνω λύσιν + γεν. αντικ. = απαλλάσσομαι:
- (Καλλίμ. 1931).
[αρχ. ουσ. λύσις. Η λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1)