Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λόγος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λόγος ο [lóγos] Ο18 πληθ. και λόγια κυρίως στις σημ. I3, 6, 7 : I1. η δυνατότητα, η ικανότητα του ανθρώπου να μιλάει και να διατυπώνει τη σκέψη του· ομιλία: Ενδιάθετος* / έναρθρος* ~. Ο ~ διακρίνει τον άνθρωπο από τα ζώα. Ο ~ συντέλεσε στην εξέλιξη του ανθρώπου. 2. σύστημα έκφρασης και επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων· γλώσσα: Προφορικός / γραπτός ~. Tα μέρη του λόγου. Ευθύς / πλάγιος ~. Ο ομιλητής έχει ευχέρεια λόγου / το χάρισμα του λόγου. 3. καθετί που λέει κάποιος, λέξη, φράση, κουβέντα: Θέλω να σου πω δυο λόγια. Πες το με δικά σου λόγια. Δε βρίσκω / δεν έχω λόγια να σ΄ ευχαριστήσω. Δεν ακούς καλό λόγο απ΄ αυτόν. Aντάλλαξαν βαριά / πικρά λόγια. Tα τελευταία του λόγια πριν πεθάνει. Προσπάθησα να μεταφέρω ακριβώς τα λόγια του. Λέω / ακούω καλά / κακά λόγια για κπ. (έκφρ.) (λέω) μεγάλα* / κούφια* / παχιά* λόγια. έρχομαι* στα λόγια κάποιου. που λέει* ο ~ ή ο ~ το λέει*. λίγα λόγια και καλά, η συντομία είναι αρετή. άλλα λόγια ν΄ αγαπιόμαστε, ας αλλάξουμε συζήτηση. μ΄ ένα λόγο / με δυο λόγια, συνοπτικά. μ΄ άλλα λόγια, με διαφορετικό τρόπο έκφρασης, δηλαδή. χάνω τα λόγια μου μαζί σου, συζητώ μάταια, χωρίς αποτέλεσμα. χάνω* τα λόγια μου. ένας ~ είναι (αυτός), εύκολο να το πεις, δύσκολο να γίνει. μεγάλος ~: α. με σημαντικό, ουσιαστικό περιεχόμενο. β. καυχησιολογία, κομπορρημοσύνη κενή περιεχομένου. λόγου χάρη / χάριν (λ.χ.), για παράδειγμα. έχω / λέω τον τελευταίο* λόγο. παίρνω* από κπ. λόγια. παίρνω το λόγο μου πίσω, αθετώ την υπόσχεσή μου. || (ως προειδοποίηση, απειλή) λίγα τα λόγια σου! ΦΡ λόγια του αέρα* / της καραβάνας*. κάποιος τρώει* τα λόγια του. μασάω* τα λόγια μου. βάζω κπ. στα λόγια, τον ερεθίζω, τον διεγείρω, τον παρακινώ. παίζω* με τα λόγια. τέτοια* ώρα, τέτοια λόγια. ΠAΡ Ο ~ σου με χόρτα σε* και το ψωμί σου φα το. Mεγάλη μπουκιά* φάε, μεγάλο λόγο μην πεις. || παροιμία, γνωμικό, απόφθεγμα: Ένας παλιός / σοφός ~ λέει… || σε αντίθεση προς την πράξη, προς τα έργα: Όχι μόνο λόγια, θέλω και έργα / πράξεις. Mόνο / όλο λόγια είσαι. Kάνει το παλικάρι μόνο στα λόγια. ΦΡ μένω στα λόγια, δεν καταφέρνω να υλοποιήσω κτ. ΠAΡ ΦΡ τα πολλά (τα) λόγια είναι φτώχεια, η δράση φέρνει αποτέλεσμα. 4. επεξεργασμένη έκφραση με στόχο: α. την παραγωγή, τη δημιουργία αισθητικού αποτελέσματος· λογοτεχνία: Πεζός / έμμετρος / ποιητικός ~. β. τη διατύπωση διανοημάτων: Επιστημονικός / πολιτικός / φιλοσοφικός / εμπειρικός / τεχνοκρατικός ~. 5α. εκτενής ομιλία μπροστά σε ακροατήριο για την ανάπτυξη ενός θέματος· αγόρευση: Bγάζω / εκφωνώ λόγο. Πανηγυρικός / πολιτικός / δικανικός ~. Έβγαλε ένα σύντομο λόγο για την επέτειο της ημέρας / για τα αγαθά της αποταμίευσης. Έκατσε στο γραφείο του κι ετοίμασε το λόγο του. Εκφώνησε βαρυσήμαντο λόγο στη βουλή. || (ειρ.) Δεκάρικος* ~. (λόγ. έκφρ.) εν τη ρύμη* του λόγου. β. άδεια, δικαίωμα ομιλίας: Ο πρόεδρος της συνέλευσης του αφαίρεσε το λόγο. (Δεν) έχεις το λόγο. Zητώ το λόγο, δηλώνω ότι θέλω να μιλήσω (σε μια επίσημη συζήτηση, συνέλευση κτλ.). (έκφρ.) παίρνω το λόγο, αρχίζω να μιλώ. δίνω το λόγο, επιτρέπω σε κπ. να μιλήσει. ΦΡ (δε) σου πέφτει ~, (δε) σε αφο ρά, (δεν) έχεις δικαίωμα να μιλήσεις, να εκφέρεις γνώμη. 6α. συζήτηση, κουβέντα ή μνεία, αναφορά σε κτ.: Kάνω λόγο, συζητώ, αναφέρομαι: Για λεφτά δεν κάναμε λόγο ακόμη. Γίνεται πολύς ~ για κτ., ευρεία συζήτηση, αναφορά. Άξιος λόγου, αξιόλογος. Είχαμε το λόγο σου, συζητούσαμε για σένα. Ούτε ~!, αναμφίβολα, χωρίς άλλη συζήτηση. Γίνεται ~ να…, συζητιέται, σχεδιάζεται. || (έκφρ.) το έφερε* ο ~. ~ να γίνεται, μόνο και μόνο για να υπάρχει αντικείμενο συζήτησης. (λόγ.) περί ορέξεως* ουδείς ~. ο περί ου ο ~ / ο εν λόγω, αυτός για τον οποίο έγινε συζήτηση, αναφορά προηγουμένως, συχνά ειρωνικά: Ο περί ου ο ~ είναι γνωστός για τις παρανομίες του. β. φήμη, διάδοση: Aκούστηκε ένας ~ πως θα γίνει υποτίμηση της δραχμής. Mην ακούς τα λόγια του κόσμου. γ. λογομαχία: Aπό λόγο σε λόγο ήρθαν και στα χέρια. (έκφρ.) έρχομαι στα λόγια με κπ., λογομαχώ. δ. αντιλογία, αντίρρηση: Δε δέχομαι / δε σηκώνω λόγο σ΄ αυτό το θέμα. Mην πεις δεύτερο λόγο. 7α. συμβουλή, νουθεσία: Άκου τα λόγια μου και δε θα χάσεις. Δεν άκουσε τα λόγια του πατέρα του. Πες του κι εσύ δυο λόγια, γιατί εμένα δε μ΄ ακούει. ΦΡ (δεν) παίρνω από λόγια, (δεν) είμαι πεισματάρης, (δεν) αλλάζω γνώμη. β. εντολή, προσταγή: Yπακούω / παρακούω (σ)το λόγο κάποιου. Παρέβη το λόγο του Θεού. Ποιος έχει τον πρώτο λόγο;, ποιος διατάζει, αποφασίζει; γ. γνώμη, άποψη: Ο ~ του είναι νόμος / ευαγγέλιο γι΄ αυτήν. Έχει βαρύνοντα λόγο σ΄ αυτό το θέμα. Περνάει ο ~ μου ή ο ~ μου έχει πέραση, εκτιμούν και σέβονται τη γνώμη μου. 8. διαβεβαίωση, εγγύηση, υπόσχεση: Σου δίνω / έχεις το λόγο μου. Tηρώ / κρατώ / βαστώ / αθετώ / πατώ / ντροπιάζω το λόγο μου. Ο ~ του είναι συμβόλαιο, πολύ αξιόπιστος. ~ τιμής*. Λόγο τιμής! ΦΡ έδωσαν λόγο: α. για (επίσημη) προφορική υπόσχεση αρραβώνα. β. για σύναψη προφορικής συμφωνίας. 9. λογοδοσία, απολογία, απολογισμός: Δί νω λόγο, απολογούμαι, λογοδοτώ: Θα δώσεις λόγο των πράξεών σου. Δεν έχω να δώσω λόγο σε κανένα για ό,τι είπα / έκανα. Zητώ το λόγο, θέλω να μου δοθούν εξηγήσεις: Ποιος είσαι εσύ που θα μου ζητήσεις το λόγο; 10α. αιτία: Δεν έχει λόγο ύπαρξης. Kινήθηκε από πολιτικούς / οικονομικούς / συναισθηματικούς λόγους. Παραιτήθηκα από λόγους αρχών. || Aποχρών* ~. β. δικαιολογία, αιτιολογία: Xωρίς λόγο, αδικαιολόγητα. Aπουσιάζει από τη δουλειά του χωρίς λόγο. Έχει πολλούς λόγους να αισθάνεται αδικημένος. Επικαλέστηκε σοβαρούς λόγους υγείας. Δεν έχω λόγο να επιμένω. (λόγ. έκφρ.) άνευ λόγου (και αιτίας), χωρίς λόγο, αιτιολογία: Έγινε τόση φασαρία άνευ λόγου. επ΄ ουδενί λόγω, σε καμιά περίπτωση, οπωσδήποτε όχι. γ. σκοπός, πρόθεση: Για να το κάνει αυτό, είχε τους λόγους του. Είχα το λόγο μου που μίλησα έτσι. Tαξιδεύετε για τουριστικούς ή για άλλους λόγους; Για ποιο λόγο έφυγες έτσι ξαφνικά; δ. (ως πρόθ.) λόγω*. II1. η διανοητική ικανότητα, ιδιότητα του ανθρώπου, η λογική, το λογικό: Ο ορθός ~, η ορθή σκέψη, ο ορθολογικός τρόπος σκέψης: Aυτό υπαγορεύει ο ορθός ~. Ενεργεί σύμφωνα με τον ορθό λόγο. (λόγ. έκφρ.) παρά (πάντα) λόγον, παράλογα. 2. (θεολ.) Λόγος, ο Xριστός. 3. η διδασκαλία, το κήρυγμα: Ο ~ του Θεού. 4. σχέση μεταξύ πραγμάτων που υπακούει σε κάποια λογική, αναλογία· σχέση: Kατά πρώτο / δεύτερο / αντίστροφο λόγο. (έκφρ.) κατά μείζονα* / κύριο* λόγο. || (μαθημ.) σχέση μεταξύ δύο μεγεθών ή ποσοτήτων, η οποία εκφράζει ένα πηλίκο: Ο ~ της ακτίνας προς τη διάμετρο (κύκλου). Ο ~ της διαμέτρου προς την περιφέρεια. 5. (λαϊκότρ.) σε γενική με ή χωρίς άρθρο, που ακολουθείται από την προσωπική αντωνυμία: Για λόγου σου τα θέλεις αυτά;, για σένα; (βλ. και του λόγου). || (ευχή) ζωή* σε λόγου σας. λογάκι το YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. I. (λόγ.) λογύδριο το YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. I5α.

[αρχ. λόγος & λόγ. < αρχ. λόγος (ορθός λόγος: λόγ. μτφρδ. γαλλ. la droite raison)· λόγια: αρχ. λόγιον, τό `χρησμός (όχι έμμετρος), προφητεία΄, ελνστ. πληθ. τά λόγια (Kυρίου) `οι ρήσεις του Xριστού΄ (πρβ. αντίστοιχη εξέλιξη: ιταλ. parola, ισπαν. palabra < ελνστ. παραβολή του Xριστού· δες παρόλα, παλάβρα)· λόγ. < ελνστ. λογύδριον]

[Λεξικό Κριαρά]
λόγος ο· 'λλόγος· λογία· ?λογιά· γεν. εν. ολόγου· πληθ. λόγια.
  • 1)
    • α) Ό,τι λέει κάπ., κουβέντα:
      • (Διγ. Gr. 429), (Απολλών. 325
      • πότε να ιδώ κοιτώναν της και λόγια της ακούσω; (Λίβ. Esc. 1557
      • μην πιστεύετε … εις τα γλυκά της λόγια (ενν. της γυναίκας) (Βεντράμ., Γυν. 37
      • (ως σύστ. αντικ. ή είδος σύστ. αντικ.):
        • (Καλλίμ. 1670), (Κορων., Μπούας 23
        • λάλησε λόγον, τι σιγάς; (Καλλίμ. 488
        • Πόσα εβαττολόγησας ληρήματα και λόγους (Διήγ. παιδ. 541· Πεντ. Γέν. XXIV 33
    • β) λέξη:
      • ήτον όλη η γης γλώσσα μια και λόγια μόνα (Πεντ. Γέν. XI 1
    • γ) πρόταση, φράση· ρητό, ρήση:
      • να γράφει ορθά και να συντάσσει τα λόγια του με τέχνην γραμματικήν (Σοφιαν., Γραμμ. 84· Περί ξεν. 463 κριτ. υπ.
    • δ) νόημα, σημασία:
      • Audi, ascolta, γροίκησε, τρία σε λόγον ένα (Φορτουν. Έ 242).
  • 2)
    • α) Ομιλία:
      • (Χούμνου, Κοσμογ. 596
    • β) λεκτική ικανότητα· αφηγηματική ευχέρεια:
      • ο ασθενής … χάνει τον λόγον του (Ασσίζ. 1838
      • να λάβω … μνήμην και λόγον … ορθώς να ερμηνέψω (Συναξ. γυν. 3).
  • 3) Γλώσσα:
    • Ρωμογενής είσαι, φαίνεσαι εκ του λόγου (Βέλθ. 1248).
  • 4)
    • α) Πρόταση:
      • δεν εδέχθη τους λόγους τους διά να παντρευθεί (Δωρ. Μον. XXVIII
    • β) συμβουλή:
      • πείσθητι γεροντικοίς και πατρικοίς μου λόγοις (Προδρ. III 72
      • όποιες δεν αφουκρούνται τα λόγια τω γονέω ντως ογλήγορα χαλούνται (Πανώρ. Έ 254
    • γ) διδασκαλία, κήρυγμα:
      • βλάπτοντ’ οι μη ακούσαντες τον λόγον του Κυρίου (Σπαν. A 187· Πηγά, Χρυσοπ. 58 (17)
      • τ’ αφτιά τως λόγια του Θεού ποτέ τως δε γροικούσι (Ζήν. Δ́ 323).
  • 5)
    • α) Γνώμη, κρίση, άποψη:
      • Όλοι τον ετιμούσασιν, τον λόγον του εστέργαν (Χρον. Τόκκων 1314· 1356), (Συναδ. φ. 15v
    • β) σκέψη, υπόθεση:
      • (Αχιλλ. (Smith) Ν 692
    • γ) ερώτηση:
      • ρωτημό ερώτησεν ο ανήρ … Και αναγγείλαμε … τα λόγια ετούτα (Πεντ. Γέν. XLIII 7).
  • 6) Επιχείρημα:
    • παραστήσαι διά λόγων πιθανών ότι τα συμβάντα τῳ Μουράτ ουκ ην αιτία ο βασιλεύς (Δούκ. 2317· Παλαμήδ., Βοηβ. 1088).
  • 7)
    • α) Εντολή, διαταγή:
      • (Πανώρ. Ά 376), (Πικατ. 505), (Διγ. Z 392
      • έκφρ. τα δέκα λόγια = οι δέκα εντολές:
        • (Πεντ. Δευτ. IV 13
    • β) απόφαση:
      • (Ιμπ. 321
      • πολλούς εκρέμασεν άκριτα χωρίς του κατή τον λόγον (Συναδ. φ. 33r).
  • 8) Απειλή, εκφοβισμός:
    • Εμέ δε μόνον βλέποντες (ενν. οι στρατιώται) λόγοις ήλπιζον τρώσαι (Διγ. Gr. 2463).
  • 9)
    • α) Μήνυμα, παραγγελία:
      • Του έστειλε λόγον ότι: «ο πατέρας σου σε θέλει να σου ομιλήσει» (Χρον. σουλτ. 294
      • του βασιλέως λόγια τον πατριάρχην είπαν (Αρσ., Κόπ. διατρ. [141]
      • (προκ. για επιστολή):
        • (Σπαν. V 15
    • β) επιθυμία:
      • να κάμω σαν το λόγο σου (Πεντ. Γέν. XLVII 30).
  • 10) Αγόρευση, ρητορεία:
    • (Ιστ. πατρ. 1172), (Προδρ. ΙΙΙ 14
    • έκφρ. ανήρ λογιών = εύγλωττος:
      • (Πεντ. Έξ. IV 10).
  • 11)
    • α) Διήγηση, εξιστόρηση, αφήγηση γεγονότων:
      • (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 21, 845), (Μάρκ., Βουλκ. 3447
    • β) πλαστή διήγηση, μύθος:
      • (Λόγ. παρηγ. L 748).
  • 12)
    • α) Τμήμα συγγραφής, κεφάλαιο, ενότητα:
      • (Διγ. Z 247, 1630
    • β) (προκ. για νόμο) διάταξη, όρος:
      • να φυλάξετε τα λόγια της διαθήκης ετουτηνής (Πεντ. Δευτ. ΧΧΙΧ 8).
  • 13) (Στον πληθ.) στίχοι τραγουδιών:
    • Τα λόγια του (ενν. του τραγουδιστή) τα γνωστικά κάθομαι και λογιάζω (Ερωτόκρ. Ά 875· Ά 886).
  • 14)
    • α) Υπόσχεση, ένορκη διαβεβαίωση:
      • όρκον δεν κρατούσι, δεν στέκονται στον λόγον τους, σ’ εκείνο που μιλούσι (Σταυριν. 1258
      • οπού … τα λόγια τους πιστεύγει, τ’ αγρίμια 'ς λίμνην κυνηγά (Απόκοπ. 263
    • β) προφορική συμφωνία:
      • λόγον είχαμεν μόνον, και ουδέ κείνος εκράτησεν τον λόγον του (Μαχ. 28034· Ασσίζ. 15810
    • γ) όρος:
      • (Δούκ. 41728), (Διγ. Gr. 93).
  • 15)
    • α) Συζήτηση, συνομιλία:
      • (Χρον. Μορ. H 7566
      • Τούτα τα λόγι’ ας πάψομε κι ας έρθομεν εις άλλο (Πανώρ. Γ́ 327
    • β) (συν. στον πληθ.) διαπραγματεύσεις, συνεννοήσεις:
      • (Έκθ. χρον. 610
      • Οι Γενουβήσοι … δεν εβγατίζουν … ουδέ με τους πολέμους ουδέ με τα λόγια τους (Μαχ. 49027· Λίβ. Esc. 2255).
  • 16)
    • α) Μάθηση, παιδεία, επιστήμη:
      • (Γλυκά, Στ. 12), (Θεματογραφία 20
      • έκφρ. μέτοχος λόγου = κάτοχος γνώσεων, μορφωμένος, επιστήμων:
        • (Έκθ. χρον. 288
    • β) ο νους, η λογική:
      • με λόγον και καρδιά … ουδέποτέ μου μετά με, ψυχή μου, να σ’ αρνήθη (Φαλιέρ., Ιστ. 719
      • τα γράμματα σπουδάζουσι … να 'ναι εις λόγον φρόνιμοι (Φλώρ. 161
    • γ) (πληθ.) ασκήσεις λογικής (ή και ρητορικής· πβ. και σημασ. 10):
      • Εις λόγους και μαθήματα γύμναζε τον εαυτόν σου (Σπαν. B 172).
  • 17)
    • α) Πληροφορία, είδηση:
      • (Χειλά, Χρον. 349), (Χρον. Μορ. P 3876
      • Σαρακηνόν ηπάντησαν … και λόγια τούς ελάλησεν … (Διγ. Esc. 68
    • β) μαρτυρία:
      • Περί κριτού ότι … να μην πιστεύει λόγους τινός χωρίς να εξετάζει (Βακτ. αρχιερ. 157
      • ταύτα τα λόγια οπού είπες έχεις μάρτυρες …; (Ιστ. πατρ. 16123
    • γ) μυστικό:
      • όπου εμπιστευθεί σε λόγον, … μη το φανερώσεις (Σπαν. A 391
      • εκφρ. απόκρυφος, μυστικός λόγος = μυστικό:
        • (Διγ. Gr. 422), (Διγ. Z 665
    • δ) κατηγορία, μομφή:
      • ανήφερεν εις αυτόν λόγους σκληρούς και φοβερούς …, ως ότι οι Ρωμαίοι τον πάπαν έχουν διά αιρετικόν (Ιστ. πατρ. 14813).
  • 18) Φήμη:
    • (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 61).
  • 19) Προφητεία, πρόβλεψη:
    • έφθασεν η κόρη εις τον δωδέκατον χρόνον κατά τον λόγον οπού προείπεν ο μάντης (Διγ. Άνδρ. 3152).
  • 20) Λογοδοσία, απολογία:
    • όταν υπάγει εις τον κριτήν, τι λόγον να λαλήσει; (Αλφ. (Μπουμπ.) I 56).
  • 21) Δικαιολογία:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 58r).
  • 22) Αιτία:
    • (Βέλθ. 510
    • Όταν λυπείται άνθρωπος και φανερώνει λόγον … (Διγ. A 2538).
  • 23) Παροιμία:
    • ο λόγος λαλεί: «Κρατεί με ο δυνατός και δέρνει με ο αδύνατος» (Μαχ. 25619
    • εκφρ. δημοτικός, δημώδης, παλαιός, παροιμιακός, χωρικός λόγος = παροιμία ή παροιμιώδης έκφραση:
      • (Γλυκά, Στ. 116, 19), (Διήγ. παιδ. 423
      • καθώς φησίν ο παλαιός λόγος (Rechenb. 11 (έκδ. παλαιολόγος· διόρθ. Κριαράς)· Βίος Αλ. 608), (Σουμμ., Ρεμπελ. 181).
  • 24) Παράκληση, δέηση:
    • (Κορων., Μπούας 18
    • Εις τον Θεόν εστείλασι λόγον να τους γλυτώσει (Αιτωλ., Μύθ. 1115).
  • 25) Συγκατάθεση:
    • εζήτει παρά του βασιλέως λόγον του εξελθείν της Πόλεως και ελθείν εν τῳ Αγίῳ Όρει (Δούκ. 712).
  • 26) Λογομαχία, φιλονικία:
    • επράυναν τα λόγια τους κι έβαλάν τους σ’ αγάπην (Χρον. Μορ. H 4191· 955).
  • 27) Αναθεματισμός:
    • της γραίας μ’ έκαψαν οι λόγοι κι οι κατάρες (Γαδ. διήγ. 293).
  • 28) Όρος μαθηματικός:
    • (Rechenb. (Vog.) 75).
  • 29) (Θεολ.) ο ενσαρκωμένος Χριστός:
    • Συ (ενν. Θεοτόκε) κατά σάρκα τον Θεόν εγέννησας και Λόγον (Εις Θεοτ. 17· Διγ. Esc. 1816).
  • Εκφρ.
  • 1) Από λόγου = προφορικά:
    • (Βαρούχ. 7014).
  • 2) Δυο λόγια = λίγες λέξεις, λίγες κουβέντες:
    • (Μανολ., Επιστ. 173), (Ch. pop. 22).
  • 3) Εκτός λόγου = χωρίς συζήτηση, αναντίρρητα:
    • (Διγ. Gr. 1041).
  • 4) Εξ αέρων λόγος = θεία φώτιση:
    • (Ριμ. Βελ. ρ 734).
  • 5) Κατά λόγον, βλ. κατά Εκφρ. 9.
  • 6) Με λόγια = θεωρητικά, υποθετικά:
    • (Χρον. Μορ. H 825).
  • 7) Ουδέ λόγος = οπωσδήποτε, αναμφισβήτητα:
    • (Λίβ. Sc. 1314).
  • 8) Παλαιός λόγος = παράδοση (πβ. και σημασ. 23):
    • (Χειλά, Χρον. 353).
  • 9) Ο ρέων χύδην λόγος = άποψη που κυκλοφορεί γενικά για κ.:
    • (Ψευδο-Σφρ. 15013).
  • 10) Το του λόγου = όπως λέει ο λόγος, κατά τη συνηθισμένη έκφραση:
    • (Διγ. Gr. 871).
  • 11) Υπέρ λόγον = ανυπολόγιστα, σε υπερβολικό βαθμό:
    • (Καλλίμ. 284).
  • 12) Χάριν λόγου = για παράδειγμα:
    • (Πτωχολ. Β 64).
    • Φρ.
    • 1) Αίρω λόγους, βλ. αίρω.
    • 2) Αλλάττω αλλάσσω) (πάλιν) τον λόγον (μου), βλ. αλλάσσω IÁ1α φρ.
    • 3) Βάλλω λόγια, βλ. βάλλω 3θ.
    • 4)
    • α) Βάνω λόγια, λόγους, βλ. βάνω I30β·
    • β) βάνω λόγο στο στόμα κάπ. = καθοδηγώ, υπαγορεύω σε κάπ. τι θα πει:
      • (Πεντ. Αρ. ΧΧΙΙΙ 16).
    • 5) Βαστάζω τον λόγον κάπ., βλ. βαστάζω Ά13.
    • 6) Βαστώ τον λόγον κάπ., βλ. βαστώ Ά15.
    • 7) Βγαίνω από τον λόγον μου = αθετώ την υπόσχεσή μου:
      • (Χρον. σουλτ. 11428).
    • 8) Βγάνω λόγους, βλ. βγάνω 14γ.
    • 9) Γίνεται λόγος, βλ. γίνομαι 4ι.
    • 10)
    • α) Δίδω λόγον, δίδω λόγον καλόν ή δυο λόγια μερωμένα, δίδω λόγον φοβερόν, βλ. δίδω ΙΆ7γ·
    • β) δίδω (τον) λόγον =
    • (α) υπόσχομαι γάμο:
      • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [286]
    • (β) διατάζω:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 42525, 53915).
    • 11) Δράσσω λόγια = αποσπώ, «παίρνω λόγια» από κάπ.:
      • (Ιμπ. 755).
    • 12) Εγείρω τον λόγον προς κάπ., βλ. εγείρω ΙΆ4.
    • 13) Εμφαίνω λόγους, βλ. εμφαίνω ΙΆ1.
    • 14) Να μη έναι λόγος, ουκ ένι λόγος, ουκ έχω λόγον = (επιρρ.) «ούτε λόγος», αναμφισβήτητα:
      • (Φλώρ. 1250), (Λίβ. Sc. 2412), (Λίβ. Esc. 3594).
    • 15) Ενεργώ λόγον, βλ. ενεργώ Ά1 φρ.
    • 16) Έρχομαι εις λόγον, έρχομαι εις λογία, βλ. έρχομαι φρ. 3 και 4.
    • 17) Έχω λόγο μέσα μου = προσέχω, φροντίζω, έχω το νου μου:
      • (Απόκοπ. 174).
    • 18) Μεταδίδωμι λόγους = μιλώ, συζητώ:
      • (Διγ. Gr. 1454).
    • 19) Μοιράζω τον λόγον = μιλώ με σειρά:
      • (Βεν. 49).
    • 20) Μπαίνω εις λόγια =
    • (α) διχογνωμώ, φιλονικώ:
      • (Μαχ. 1886
    • (β) μιλώ, συζητώ κ.:
      • (Ερωφ. Β́ 25).
    • 21) Περνάει ο λόγος μου = εισακούομαι:
      • (Σουμμ., Ρεμπελ. 167).
    • 22) Πιάνω το λόγο ή τα λόγια κάπ. = εισακούω κάπ.:
      • (Πανώρ. Γ́ 450), (Ιστ. πατρ. 10216).
    • 23) Πλαταίνω λόγους διά κάπ. = συζητώ εκτενώς για κάπ.:
      • (Φλώρ. 207).
    • 24) Προπέμπομαι λόγον = μιλώ:
      • (Διγ. Gr. 513).
    • 25) Στέκω ή στέκομαι εις τον λόγον μου = κρατώ την υπόσχεσή μου:
      • (Χρον. σουλτ. 8315, 1242).
    • 26) Στήνω λόγον = κάνω συμφωνία:
      • (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 1083).
    • 27) Στρέφω λόγο κάπ. = πληροφορώ κάπ. (για κ.):
      • (Πεντ. Δευτ. Ι 22).
    • 28) Συναίρω λόγον ή λόγους = μιλώ, λέγω:
      • (Δούκ. 4072), (Διήγ. παιδ. 56).
    • 29) Χάνω τα λόγια ή τους λόγους μου = ματαιοπονώ:
      • (Αιτωλ., Μύθ. 879), (Απολλών. 552).
    • 30) Χοντραίνω εις λογία = ανταλλάσσω άσχημες κουβέντες:
      • (Μαχ. 3205).
  • Η γεν. εν. λόγου έναρθρη ή άναρθρη και με τα κτητ. μου, σου, του, κ.τ.ό., συχνά με τις προθ. από, διά (για, ογιά), εις, εκ, με, μετά, προς, σε χρ.
    • α) ως περιφραστική προσωπ. αντων.:
      • εδώκασιν τον πρίγκιπαν … δι’ ευεργεσίαν λόγου του μερίδι του πολέμου (Χρον. Μορ. P 7106
      • ποτέ από λόγου μου δεν έχουν 'λεημοσύνη (Κατζ. Πρόλ. 26
      • ως άλυσιν τους έπλεξα (ενν. τους στίχους) διά λόγου εδικού σου (Ερωτοπ. 161
      • να λυτρωθώ από λόγου τως δεν το 'λπιζα ποτέ μου (Ερωτόκρ. Έ 890
    • β) ως αυτοπαθής αντων.:
      • αυτοί οπού φονεύουν του λόγου τους (Βακτ. αρχιερ. 140
      • Δεν έκλαιγε του λόγου του πως θέλει να πεθάνει (Βίος Δημ. Μοσχ. 203
      • φρ. είμαι διά λόγου μου = είμαι ανεξάρτητος:
        • (Ασσίζ. 1612).
  • [αρχ. ουσ. λόγος. Ως β́ πληθ. λόγια ο πληθ. του ουσ. λόγιον. Η λ. και διάφ. τ. και σήμ.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    λογόσπασμος ο [loγóspazmos] Ο20 : διαταραχή του λόγου, που οφείλεται σε νεύρωση ή σε συγκίνηση και συνίσταται στην επανάληψη ή στη δυσκολία άρθρωσης συλλαβών ή λέξεων· (πρβ. τραυλισμός).

    [λόγ. λογο- + σπασμ(ός) -ος]

    [Λεξικό Κριαρά]
    λογοσυντυχία η.
    • Συνομιλία, συζήτηση:
      • (Λίβ. Sc. 3029).

    [<ουσ. λόγος + συντυχία]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες