Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λόγιμος, επίθ.
-
- 1) Εκλεκτός, αξιόλογος:
- (Καλλίμ. 1023).
- 2) Μορφωμένος:
- μετά λογίμων ανδρών αποφήνομεν εγράφως (Ελλην. νόμ. 5238).
[αρχ. επίθ. λόγιμος]
- 1) Εκλεκτός, αξιόλογος: