Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λογίζομαι [lojízome] Ρ2.1β : (λόγ.) θεωρούμαι, νομίζομαι, συνυπολογίζομαι, υπολογίζομαι: Λογίζεται πλούσιος / ευτυχισμένος.
[λόγ. < αρχ. λογίζομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- λογίζομαι· ενεργ. λογίζω.
-
- 1) (Παθ.)
- α) Υπολογίζομαι:
- (Δούκ. 313)·
- β) συγκαταλέγομαι, περιλαμβάνομαι:
- (Γλυκά, Αναγ. 340).
- α) Υπολογίζομαι:
- 2)
- α) (Μέσ., παθ. και ενεργ.) θεωρώ, νομίζω:
- (Σπαν. A 609), (Διγ. Z 1268)·
- σαν τ’ ορίζει Κύριος φίλοι να λογιστούμεν (Χούμνου, Κοσμογ. 798)·
- τους εμούς γονείς ως πατέρας ελόγιζον και ούτως ετίμων (Δούκ. 3516)·
- απρόσ. λογίζεται = θεωρείται, δημιουργείται η εντύπωση:
- εντρέπομαι να σας το λέγω, διά να μη λογισθεί πως καυχούμαι (Διγ. Άνδρ. 39118)·
- φρ. αντί ουδενός ή εις ουδέν λογίζομαι κ. = θεωρώ κ. ασήμαντο:
- (Ιστ. πατρ. 1457), (Ψευδο-Σφρ. 53419), (Δούκ. 37527)·
- β) (παθ.) αναγνωρίζομαι:
- κράλης ελογίστηκεν σ’ όλην την Ερδελίαν (Σταυριν. 713)·
- γ) (παθ.) χαρακτηρίζομαι:
- (Ιστ. πατρ. 19613), (Μαχ. 6287).
- α) (Μέσ., παθ. και ενεργ.) θεωρώ, νομίζω:
- 3) (Μέσ. και ενεργ.) λογαριάζω (να κάνω κ.), σκοπεύω, προσδοκώ:
- (Χρον. Μορ. P 5626), (Χρον. Μορ. H 2281)·
- εκαλολόγιζέ τους σκοπώντα και λογίζοντα του να τους έχει δούλους (Χρον. Μορ. H 2265).
- 4) (Μέσ. και ενεργ.)
- α) Συλλογίζομαι (ότι …), συμπεραίνω:
- (Λουκάνη, Άλ. Τροίας [397]), (Ιστ. Βλαχ. 1983)·
- ως είδαμε εις πληροφορίαν … λογίζω να … (Χρον. Μορ. H 6931)·
- Ελόγισεν ως φρόνιμος ότι αμαρτία ήθελε έσται (Χρον. Μορ. H 169)·
- β) έχω στο νου (κάπ. ή κ.)· «μου περνάει από το μυαλό»:
- (Απόκοπ. 177)·
- Νυκτόμερο λογίζομαι τον πικραμένον κόπον (Ριμ. θαν. 3)·
- δεν ελόγιζες ποτέ να 'ναι καλύτερός σου (Αιτωλ., Βοηβ. 306)·
- γ) υπολογίζω, δίνω σημασία σε κ., θεωρώ κ. σπουδαίο:
- τίποτε ου λογίζεται ο ποθών διά την αγάπην· εγκρεμνούς ου λογίζεται, τους ποταμούς ουδόλως (Διγ. Esc. 707· Παρασπ., Βάρν. C 43).
- α) Συλλογίζομαι (ότι …), συμπεραίνω:
[αρχ. λογίζομαι]
- 1) (Παθ.)