Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιάζω [lázo] -ομαι Ρ2.1 : εκθέτω κτ. στον ήλιο (για να στεγνώσει ή για να ζεσταθεί): ~ τη σταφίδα / τον τραχανά. Ήταν ξαπλωμένη στην αμμουδιά και λιαζόταν, έκανε ηλιοθεραπεία.

[αρχ. ἡλιάζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες