Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεχώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεχώνα η [lexóna] Ο26 : 1. γυναίκα που γέννησε πρόσφατα (κυρίως για το διάστημα των σαράντα ημερών από τη γέννα). ΠAΡ Πήγε για μαμή* κι έκατσε για ~. 2. (μτφ.) για άνθρωπο τεμπέλη και φυγόπονο: Mην κάνεις σαν ~.

[μσν. λεχώνα < ελνστ. *λεχών, αιτ. -όνα < αρχ. λεχώ (κατά τα άλλα θηλ. σε -ών, αιτ. -όνα) σύγκρ. αρχ. Γοργώ > Γοργών (δες γοργόνα) (ορθογρ. αναλ. προς άλλα θηλ. σε -ώνα)]

[Λεξικό Κριαρά]
λεχώνα η.
  • Λεχώνα:
    • (Βακτ. αρχιερ. 163).

[<ουσ. λεχώ. Τ. λουχούνα στο Βλάχ., καθώς και σήμ. κρητ. Η λ. στο Du Cange (λ. λέχος) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες