Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεπτός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
λεπτός, επίθ.· λεφθός· λεφτός.
  • 1) Που δεν έχει πάχος, λεπτός, ψιλός:
    • (Χίκα, Μονωδ. 138), (Ιερακοσ. 4029).
  • 2)
    • α) Λιπόσαρκος, αδύνατος, λιγνός:
      • (Πεντ., Γέν. XLI 3), (Ιερακοσ. 3754‑5
    • β) λυγερόκορμος, με λεπτή κατατομή:
      • (Ερμον. Ζ 50).
  • 3) Που αποτελείται από μικρότατους κόκκους ή τεμάχια, ψιλός:
    • (Καλλίμ. 635), (Ιερακοσ. 41112
    • εκφρ. εις λεπτόν/λεπτά = σε πολύ λεπτά ή μικρά κομμάτια:
      • (Ορνεοσ. αγρ. 53519), (Ιερακοσ. 37128).
  • 4) Κατεργασμένος με δεξιοτεχνία, λεπτοϋφασμένος:
    • εδυσάμην θαυμαστόν, λεπτότατον μαχλάμιν (Διγ. Gr. 3048).
  • 5) Εύθραυστος, τρυφερός, φίνος:
    • Άσπρο, λεπτό τριαντάφυλλον (Ch. pop. 65).
  • 6) Αδύναμος, ανίσχυρος, εξασθενημένος:
    • όταν δέ ώσι λεπτοί (ενν. οι ιέρακες) από καμάτου, … δίδοσθαι (ενν. κρέα) (Ιερακοσ. 37716).
  • 7)
    • α) Που έχει αβρά, ευγενικά αισθήματα·
      • (εδώ προκ. για ποίημα):
        • σου αφιερώνω λεπτότατόν μου ποίημα (Λίμπον. 60
    • β) (προκ. για μαθήματα) που καλλιεργούν, μορφώνουν, εξευγενίζουν:
      • (Ιστ. Βλαχ. 2368).
  • 8) Ήσυχος, ήρεμος, αθόρυβος:
    • περιεπάτει (ενν. το κτήνος) … πορείᾳ λεπτῄ (Ψευδο-Σφρ. 5025).
  • 9) (Προκ. για ήχο) γλυκός, απαλός, σιγανός:
    • λεπτότεροι συριγμοί (Ιερακοσ. 5152).
  • 10) (Προκ. για λαγκάδι) που έχει αραιή βλάστηση:
    • (Πικατ. 5).
  • 11) Δυσδιάκριτος:
    • αφόν αγάπησε λεπτός εγίνη ο νους του (Θησ. Γ́ [495]).
  • Εκφρ.
  • 1) Αργύριον λεπτόν = το οθωμανικό άσπρο (Λιάτα 1996: 100):
    • (Δούκ. 20725).
  • 2) Εις λεπτόν, κατά λεπτόν = με λεπτομέρεια (βλ. και καταλεπτόν):
    • (Αχέλ. 35), (Βέλθ. 321), (Προδρ. IV 164 χφ H κριτ. υπ).

[αρχ. επίθ. λεπτός. Το ουδ. ως ουσ. μτγν. και σήμ. (‑ό). Ο τ. ‑φτός στο Du Cange (λευ‑) και σήμ. στον πληθ. ουδ. ως ουσ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεπτός -ή -ό [leptós] Ε1 : I1. που έχει μικρό πάχος ή όγκο· ψιλός. ANT χοντρός: Λεπτή φέτα / σανίδα / φλούδα. Λεπτό έλασμα / ύφασμα. Ένα λεπτό στρώμα πάγου κάλυψε το δρόμο. Aγγείο με λεπτά τοιχώματα. 2α. αδύνατος, λιγνός. ANT παχύς, χοντρός: Λεπτή γυναίκα. Λεπτό σώμα. β. λεπτοκαμωμένος: Λεπτή μύτη. Λεπτά χαρακτηριστικά / δάχτυλα. Λεπτή μέση / κορμοστασιά, λυγερή. 3. που αποτελείται από πολύ μικρά κομμάτια, κόκκους ή κρυστάλλους· ψιλός. ANT χοντρός: Λεπτή άμμος / ζάχαρη / σκόνη. Λεπτό αλάτι. 4. (για υγρό) που τα μόριά του έχουν χαλαρή σύνδεση· αραιός. ANT παχύρρευστος: Λεπτό λάδι μηχανής / φαγητού. II. (μτφ.) 1. που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, φροντίδα. α. που προσβάλλεται, που βλάπτεται εύκολα, ευπαθής, εύθραυστος, αδύνατος: (για πρόσ.) ~ οργανισμός. Λεπτό στομάχι. Είναι άνθρωπος με λεπτή κράση. (για πργ.): Tο φυτό / το λουλούδι είναι λεπτό και δεν αντέχει στο κρύο. Προσοχή, γιατί τα μηχανήματα / τα όργανα αυτά είναι πολύ λεπτά. β. που απαιτεί ιδιαίτερο χειρισμό στην αντιμετώπισή του, δύσκολος: Λεπτό ζήτημα / θέμα / πρόβλημα. H θέση μου / η υπόθεση είναι λεπτή. Tο ζήτημα απαιτεί λεπτούς χειρισμούς, προσεκτικούς, διακριτικούς, επιδέξιους. 2. που δύσκολα γίνεται αντιληπτός· δυσδιάκριτος: Λεπτή απόχρωση / διαφορά / διάκριση. 3. που είναι ελαφρός ή ανεπαίσθητος και συνήθ. ευχάριστος. ANT βαρύς, έντονος: Λεπτό άρωμα. Λεπτή μυρωδιά. 4. που χαρακτηρίζεται από υψηλή ποιότητα στην κατασκευή ή στη λειτουργία· που τον διακρίνει: α. η προσοχή στη λεπτομέρεια, η δεξιοτεχνία: Ο πίνακας / το κέντημα / το ξυλόγλυπτο έχει πάνω του λεπτή δουλειά. β. η ακρίβεια, η ευαισθησία: Λεπτά μηχανήματα / όργανα. 5α. (για αισθήσεις) ευαίσθητος, οξύς: Λεπτή όσφρηση / γεύση. β. (για φωνή) ψιλός, οξύς. ANT χοντρός: Λεπτή φωνή. 6. (για ανθρώπινες ιδιότητες, εκδηλώσεις, συμπεριφορές που τις χαρακτηρίζει ανώτερη ποιότητα) α. εκλεπτυσμένος, φίνος: Λεπτό χιούμορ / πνεύμα / γούστο. Aυτή η κοπέλα έχει λεπτή αίσθηση του χιούμορ. Λεπτή ειρωνεία, αδιόρατη, έντεχνη. β. ευγενικός, αβρός, διακριτικός: Λεπτοί τρόποι. Λεπτό φέρσιμο. Λεπτή συμπεριφορά. Λεπτά αισθήματα. λεπτούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. λεπτούλικος -η -ο YΠΟKΟΡ. λεπτούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. λεπτά ΕΠIΡΡ: Mου φέρθηκε πολύ ~ και διακριτικά, ευγενικά.

[λόγ. < αρχ. λεπτός· λεπτ(ός) -ούλης· λεπτούλ(ης) -ικος· λεπτ(ός) -ούτσικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες