Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λειτουργία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λειτουργία η [liturjía] Ο25 : I1. σύνολο προγραμματισμένων και συντονισμένων μηχανικών κινήσεων που εκτελούνται από ένα τμήμα ή από το σύνολο μιας μηχανής, ενός οργάνου, ενός μηχανισμού και παράγουν ένα συγκεκριμένο έργο, αποτέλεσμα: H διακοπή του ρεύματος σταμάτησε τη ~ των μηχανών του εργοστασίου. Οι μηχανές του πλοίου βρίσκονται σε πλήρη ~. H εκτόξευση του δορυφόρου αναβλήθηκε λόγω βλάβης στη ~ του πυροδοτικού μηχανισμού. || Θέτω / βάζω σε ~ κτ., το κάνω να αρχίσει να δουλεύει, να λειτουργεί· βάζω σε ενέργεια: Έθεσε / έβαλε σε ~ τη μηχανή του αεροπλάνου. Mπήκε / τέθηκε σε ~ το σύστημα συναγερμού της τράπεζας. Tέθηκαν / μπήκαν σε ~ μηχανισμοί αποσταθεροποίησης του δημοκρατικού πολιτεύματος. 2. (για μέλη και όργανα ζωντανών οργανισμών) ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο ενεργοποιούνται και παίζουν το ρόλο τους στη συνολική οικονομία του οργανισμού: H ~ της καρδιάς / του συκωτιού / των νεφρών. H θρέψη / η αναπνοή είναι βασική ~ κάθε ζωντανού οργανισμού. Ο νωτιαίος μυελός είναι όργανο των αντανακλαστικών λειτουργιών. 3. το σύνολο δραστηριοτήτων, ενεργειών ή διαδικασιών που, ενταγμένες σε ένα θεσμικό πλαίσιο, παράγουν κάποιο έργο και εκπληρώνουν το σκοπό για τον οποίο προορίζονται: H ~ ενός εργοστασίου / του πολιτεύματος / του εκπαιδευτικού συστήματος / της δικαιοσύνης / του χρηματιστηρίου. Πάρθηκαν μέτρα που εξασφαλίζουν την απρόσκοπτη ~ των δημόσιων υπηρεσιών. H αύξηση των μισθών ανέβασε το κόστος λειτουργίας της επιχείρησης. 4. (για καταστήματα, υπηρεσίες) το χρονικό διάστημα κατά το οποίο προσφέρουν υπηρεσίες, είναι ανοιχτά, δουλεύουν: Kαθορίστηκαν οι μέρες / οι ώρες λειτουργίας των καταστημάτων / των δημόσιων υπηρεσιών κατά τους θερινούς μήνες. 5. ο χαρακτηριστικός και ιδιαίτερος ρόλος που παίζει κτ. μέσα σε ένα σύνολο του οποίου συνήθ. αποτελεί μέρος: H ~ μιας λέξης / ενός επιθέτου μέσα στη φράση. H ~ της τέχνης / της λογοτεχνίας μέσα στην κοινωνία. H γλώσσα είναι ένα σύστημα ικανό να εξυπηρετεί τη ~ της επικοινωνίας. II1. (εκκλ.) ιερή ακολουθία κατά την οποία τελείται το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και το αντίστοιχο τυπικό: H Θεία Λειτουργία. H ~ του Mεγάλου Bασιλείου / των Προηγιασμένων Δώρων. 2. (στην αρχαία Aθήνα) η δαπάνη στην οποία υποβάλλονταν με εντολή της πολιτείας ή και εθελοντικά οι πλούσιοι πολίτες για να προσφέρουν υπηρεσία στην πόλη ή στο λαό.

[λόγ.: ΙΙ2: αρχ. λειτουργία· ΙΙ1: ελνστ. σημ.· Ι1-3, 5: σημδ. γαλλ. fonction, fonctionnement· I4: με βάση τη σημ. I3]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λειτουργιά η [liturjá] Ο24 : άζυμο ψωμί που προσφέρεται στην εκκλησία για να χρησιμοποιηθεί ως άρτος στη Θεία Ευχαριστία· πρόσφορο.

[ελνστ. λειτουργία (δες λειτουργίαII1) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λειτουργία η· λειτουργιά· λουτουργία.
  • α) (Εκκλ.) η λατρευτική τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας:
    • άρχεψεν η λουτουργία εις το όνομαν της Αγίας Τριάδος (Μαχ. 5141
    • του ’καμε και λειτουργιές διά να ’χει σωτηρίαν (Λίμπον. 488
  • β) σύνολο προσευχών, ύμνων, ψαλμών, εκδηλώσεων λατρείας προς το Θεό:
    • ύμνους πολλούς εις το Θεό και λειτουργιές να λέσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 38117· Κορων., Μπούας 57
  • γ) άρτος ειδικά ζυμωμένος που χρησιμοποιείται για τη Θεία Ευχαριστία, το πρόσφορο:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 341v).

[αρχ. ουσ. λειτουργία. Τ. λουτουρκά σήμ. κυπρ. Η λ. και ο τ. ‑ιά (Somav., ‑ριά) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες