Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεγεών
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
λεγεών(ας) ο.
  • Λεγεώνα:
    • βλέπουσι τον δαιμονισμένον όπου είχε τον λεγεώνα (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. έ 15).

[<μτγν. ουσ. λεγεών η με αλλαγή γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεγεώνα η [lejeóna] Ο26 : στρατιωτική μονάδα του ρωμαϊκού στρατού. || στρατιωτικό σώμα που αποτελείται από αλλοδαπούς εθελοντές ή μισθοφόρους: H Λεγεώνα των Ξένων, γαλλικό στρατιωτικό σώμα στην Aφρι κή, αποτελούμενο από αλλοδαπούς μισθοφόρους.

[λόγ. < ελνστ. λεγεών, αιτ. -ῶνα < λατ. legio, αιτ. -onem]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεγεωνάριος ο [lejeonários] Ο20α : οπλίτης λεγεώνας. || (ειδ.) μέλος της Λεγεώνας των Ξένων.

[λόγ. < ελνστ. λεγιωνάριος `στρατιώτης ρωμαϊκής λεγεώνας΄ < λατ. legionarius & σημδ. γαλλ. légionnaire < λατ. legionarius (ι > ε κατά το λεγεών)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες