Παράλληλη αναζήτηση
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαξ [láks] επίρρ. : μόνο στη ΦΡ πυξ* ~.
[λόγ. < αρχ. λάξ (πρβ. λακτίζω)]
[Λεξικό Κριαρά]
- λαξεία η· λαξειά.
-
- Κοίλωμα του εδάφους, κοιλάδα ή λαγκαδιά:
- η λαξειά ένι εις τόπον απού κάτω της τρέχουν της ούλα τα νερά (Ξόμπλιν φ. 123r (έκδ. ‑ιά)).
- Η λ. ως τοπων.:
- (Μαχ. 3423 χφ O σημ. 4 (λαξίαν)), (Βουστρ. 23212 (‑ίαν)).
[μτγν. ουσ. λαξεία (Χατζ., Λεξ., Καραποτόσογλου 2000: 98)· κατά Κονομή, ΛΔ 21, 1998, 16 γρ. ‑ιά <*λακκία <λάκκος. Ο τ. στο Meursius (‑ιές) και σήμ. κυπρ.]
- Κοίλωμα του εδάφους, κοιλάδα ή λαγκαδιά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λάξευμα το [láksevma] & λάξεμα το [láksema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του λαξεύω: Tο ~ της πέτρας / του βράχου / του μαρμάρου.
[λόγ. < ελνστ. λάξευμα· αποβ. του [v] πριν από [m] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- λάξευμα το.
-
- Σκάλισμα, γλυπτό:
- (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 108).
[παλαιότ. ουσ. λάξευμα (L‑S). Η λ. και σήμ.]
- Σκάλισμα, γλυπτό:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λάξευση η [láksefsi] Ο33 : το λάξευμα.
[λόγ. < ελνστ. λάξευ(σις) -ση]
[Λεξικό Κριαρά]
- λαξευτομημένος, μτχ. επίθ.,
- βλ. λαξευτοτομημένος.
[Λεξικό Κριαρά]
- λαξευτός, επίθ.
-
- Γλυπτός, σκαλιστός:
- λαξευτά γράμματα (Βέλθ. 382).
[μτγν. επίθ. λαξευτός. Η λ. και σήμ.]
- Γλυπτός, σκαλιστός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαξευτός -ή -ό [lakseftós] Ε1 : που έχει υποστεί κάποια κατεργασία, που έχει πάρει κάποιο σχήμα με πελέκημα, σκάλισμα: Λαξευτές πέτρες. || Λαξευτοί τάφοι, σκαμμένοι σε βράχο.
[λόγ. < ελνστ. λαξευτός]
[Λεξικό Κριαρά]
- λαξευτοτομημένος, μτχ. επίθ.· λαξευτομημένος.
-
- Λαξευτός:
- τα γράμματα τα λαξευτομημένα (Βέλθ. 258).
[μτχ. παρκ. του *λαξευτοτομώ ως επίθ.]
- Λαξευτός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]