Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λαμπρότης η· λαμπρότη· λαμπρότητα· λαμπυρότη.
-
- 1)
- α) Λάμψη, ακτινοβολία:
- (Καλλίμ. 1141)·
- την λαμπρότην των αστρών (Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 6· Αχέλ. 1337)·
- β) (μεταφ.) λάμψη, ομορφιά:
- την λαμπρότηταν της ηλιογεννημένης (Φλώρ. 1548· Διγ. Z 2751).
- α) Λάμψη, ακτινοβολία:
- 2) Πολυτέλεια, λάμψη, μεγαλοπρέπεια, επιβλητικότητα:
- του λουτρού … την λαμπρότηταν (Καλλίμ. 296· 1424).
- 3) Μεταφ.
- α) αίγλη, δόξα, μεγαλείο, πλούτος:
- Αρνούμαι και το γένος μου και την λαμπρότητάν μου (Αχιλλ. (Smith) N 1107· Λίβ. Esc. 3315)·
- β) θεία αίγλη:
- οσίων αγαλλίαμα και ασκητών λαμπρότης (ενν. συ Θεοτόκε) (Εις Θεοτ. 9).
- α) αίγλη, δόξα, μεγαλείο, πλούτος:
- 4) Ως τιμητική προσηγορία:
- σημάδι τση πολλής μου ευλάβειας … απού έχω … εις τη λαμπρότητά σου (Ροδολ. Αφ. 33).
[αρχ. ουσ. λαμπρότης. Ο τ. ‑ητα στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)