Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαμβάνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαμβάνω [lamváno] -ομαι Ρ αόρ. έλαβα, απαρέμφ. λάβει, παθ. αόρ. λήφθηκα, γ' πρόσ. και ελήφθη, ελήφθησαν, απαρέμφ. ληφθεί & (σπάν.) λαβαίνω [lavéno] Ρ αόρ. έλαβα, απαρέμφ. λάβει : 1. δέχομαι, παίρνω κτ. από κπ., είμαι ο παραλήπτης: Έλαβα το δέμα / το γράμμα / την επιταγή. 2. με διάφορα ουσιαστικά σχηματίζει περιφράσεις που ισοδυναμούν συνήθ. με το νόημα του ρήματος, του συγγενικού προς το ουσιαστικό: ~ τροφή, τρέφομαι. ~ το λόγο, μιλώ (με τη σειρά μου). ~ την τιμή, τυπική φράση σε γραπτό ή προφορικό λόγο που απευθύνεται προς ιεραρχικά ανωτέρους ή προς δημόσιες υπηρεσίες. || Έχω να λαβαίνω, μου οφείλεται κτ., κυρίως χρήματα. || (για ραδιοεπικοινωνία) ακούω: Πες μου αν / πώς με λαμβάνεις. || (ως παράγγελμα): Λάβετε θέσεις. (έκφρ.) ~ τα μέτρα* μου. λαμβάνει χώρα κτ., συμβαίνει, τελείται, διεξάγεται κτ. ~ γνώση, μαθαίνω, πληροφορούμαι, μου γνωστοποιείται κτ. ~ υπόψη* (μου). κτ. λαμβάνει / παίρνει (μεγάλες, απειλητικές κτλ.) διαστάσεις*. (απαρχ.) ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος*. ΦΡ ~ μέρος* σε κτ.

[λόγ. < αρχ. λαμβάνω· αρχ. λαμβάνω μεταπλ. -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. λαβ- (αόρ. ἔλαβον)]

[Λεξικό Κριαρά]
λαμβάνω· λαβαίνω· λαβάνω· γ́ πληθ. υποτ. αορ. λαβού· μτχ. παρκ. λαβαιμένος.
– Βλ. και λαμπαίνω, λαμπάνω.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1) Παίρνω, παίρνω στα χέρια μου, πιάνω, βαστώ· κουβαλώ:
        • (Αχιλλ. (Smith) N 709
        • (προκ. για το Χριστό):
          • ηυδόκησεν … να λάβει σάρκα ανθρωπίνην (Διγ. Άνδρ. 33711).
      • 2)
        • α) Αρπάζω, πιάνω, παίρνω με βία:
          • (Βίος Αλ. 4388
          • ουδέ πλούσιος ποτέ λαμβάνει δίκαιον άλλου (Ελλην. νόμ. 5153
        • β) (προκ. για κυνήγι) πιάνω, συλλαμβάνω:
          • η πέρδιξ … τον κυνηγόν κομπώνει, εκείνος φενακίζεται, θαρρεί αυτήν να λάβει (Φυσιολ. (Legr.) 696).
      • 3) Παίρνω κάπ. μαζί μου, οδηγώ, συνοδεύω, φέρω:
        • την κυράν σου έλαβεν (ενν. ο πατέρας σου) μέσα εις το καράβιν (Απολλών. 445
        • (προκ. για το Χάρο):
          • να γλυκοφιλούμεθα πριν … λάβει μας ο θάνατος (Ερωτοπ. 259· Πένθ. θαν. 34).
      • 4) Παίρνω γυναίκα, νυμφεύομαι κάπ. (πβ. φρ. 2α):
        • (Σπαν. A 547
        • ουδέ την μεγάλην θείαν δύναμαι λαβείν (Ελλην. νόμ. 56712).
      • 5)
        • α) Παίρνω, δέχομαι κ., παραλαμβάνω κ.:
          • (Βίος Αλ. 3844
          • (με αντικ. αφηρημένο ουσ.):
            • λαμβάνει χάριν εκ Θεού (Κομν., Διδασκ. Δ 164
        • β) (με υποκ. τη λ. γη) σκεπάζω:
          • τούτον (ενν. το Διγενή) η γη λαμβάνει (Διγ. Z 4663).
      • 6) Κυριεύω, καταλαμβάνω, κατακτώ, υποτάσσω:
        • ελάβασιν το κάστρον (Ριμ. Βελ. ρ 377
        • (προκ. για πάθος ή συναίσθημα):
          • (Διγ. Z 3662
        • (προκ. για ασθένεια· εδώ για μορφή υπερπλασίας):
          • Πριν ή ουν αυξήσῃ και λάβῃ πάντα τον λαιμόν του κυνός, απόκοψον (Κυνοσ. 59023).
      • 7) Συλλαμβάνω, αιχμαλωτίζω:
        • (Αχιλλ. (Smith) N 557).
      • 8) Γίνομαι κύριος, αναλαμβάνω (εξουσία, βασιλεία, κ.τ.ό.):
        • (Χρον. Μορ. P 1268
        • (προκ. για μητροπολιτικό θρόνο):
          • Έλαβεν ο κυρ Δανιήλ τας Σέρρας (Συναδ. φ 34r).
      • 9) Υφίσταμαι κ., αντιμετωπίζω, παθαίνω κ.:
        • (Ροδινός 177), (Κορων., Μπούας 139), (Ασσίζ. 29713).
      • 10) Αισθάνομαι, νιώθω:
        • Μεγάλον πόνον έλαβεν απέσω στην καρδία (Αχέλ. 1120).
      • 11) Αφαιρώ κ.· κατακρατώ κ.:
        • απεχαρίσατο ταύτην αυτό (ενν. το οσπίτιον) μηδέν από πράγματος αυτή λαβούσα τι (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 233
        • (μεταφ.):
          • αγχόνη την ζωήν σου ελάμβανε (Δούκ. 19931).
      • 12) (Προκ. για αποτέλεσμα αριθμητικής πράξης) εξάγω:
        • Τρία μαζία έχων … θέλω εκ τούτων λαβείν λίτρ(ας) ρ́ (Rechenb. (Vog.) 61).
      • 13) Αναλαμβάνω την ευθύνη για κάπ. ή κ.:
        • (Ασσίζ. 1248
        • ώσπερ εποίκεν το κακόν μόνος του και μόνος του και να το λάβει (Ασσίζ. 5014).
      • 14) Κερδίζω:
        • την νίκην οι πιστοί έλαβον (Αξαγ., Κάρολ. Έ 430).
      • 15) Κληρονομώ:
        • (Ασσίζ. 1417).
      • 16)
        • α) Παίρνω (εισόδημα), καρπώνομαι:
          • (Ιστ. πολιτ. 3510
        • β) παίρνω φόρο ή δασμό· εισπράττω:
          • το δικαίωμαν του κρασίου … το δίκαιον κελεύει να λάβουν … ιβ́ αδράμια τέλος (Ασσίζ. 24110
          • (μεταφ.):
            • εξολοθρευτήκανε … και έλαβον επταπλασίως την πρέπουσάν τους πλερωμήν (Σουμμ., Ρεμπελ. 192).
      • 17)
        • α) Αποδέχομαι:
          • (Ασσίζ. 35810
        • β) (με τις προθ. εις και επί) ερμηνεύω κ. ως …· θεωρώ, εκλαμβάνω κάπ. ή κ. ως …:
          • Λαμβάνεται … ο πελεκάν εις τον Κύριον (Φυσιολ. (Zur.) VIII 412
          • Λαμβάνεται … η θάλασσα επί τον κόσμον (Φυσιολ. (Kaim.) 131a18).
      • 18) Δέχομαι κ. ως σύμβολο· συμβολίζω:
        • ο … φοίνιξ πρόσωπον του σωτήρος ημών λαμβάνει (Φυσιολ. (Kaim.) 25a22).
      • 19) Συλλαμβάνω, μένω έγκυος:
        • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 208).
      • 20) Τελώ:
        • λαβόντας δεύτερον γάμον (Ελλην. νόμ. 5716).
      • 21) Διενεργώ, πραγματοποιώ:
        • πολλούς ελέγχους ο άγιος έλαβε βασιλεύς …, ίνα πιάσῃ αυτόν (Σφρ., Χρον. 189).
      • 22) Χρησιμοποιώ:
        • τούτο το ξύλο έλαβε ογιά να ταξιδέψει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3721).
      • 23)
        • α) Τρώω:
          • Οπόταν δε εστιαθείς, λάβεις και Παναγίαν … (Παϊσ., Ιστ. Σινά 963
        • β) (προκ. για τη Θεία Κοινωνία) κοινωνώ, μεταλαμβάνω:
          • σώμα λαμβάνω μυστικόν, τίμιον αίμα πίνω (Σκλέντζα, Ποιήμ. 612).
      • 24) Φορώ:
        • (Διγ. Gr. 1348 κριτ. υπ).
      • 25) Καταχωρώ· συμπεριλαμβάνω:
        • εγράφως γαρ τα έλαβον εις το ριτζίστρο απέσω τα όσα εκερδίσασιν (Χρον. Μορ. P 2077).
    • Β́ Αμτβ.
      • 1) Αναλαμβάνω:
        • είς … σκλάβος έχει κακόν εις τον αφεδρώναν του και είς ιατρός λαμβάνει να τον γιάνει (Ασσίζ. 18417).
      • 2)
        • α) Πληρώνομαι, ανταμείβομαι:
          • να ανασταθεί και το κορμί τη Δευτέρα Παρουσία, να λάβει καθώς ήκαμε (Αποκ. Θεοτ. II 111
        • β) τιμωρούμαι:
          • οι άνδρες σ’ όσα σφάλλουν αι γυναίκες τους λαμβάνουν (Αιτωλ., Βοηβ. 281).
      • 3) Δέχομαι χτυπήματα (πβ. Εκφρ. 2α-β και Φρ. 1):
        • έναι συνήθεια εις όλους τους πολέμους … οπού κρούει λαβαίνει (Χρον. Τόκκων 2564).
      • 4) Παίρνω φωτιά, καίγομαι:
        • Ουρανέ, ρίξε φωτιά … κι όλοι ας λαβού κι όλοι ας καγού (Ερωτόκρ. Γ́ 1724).
      • 5)
        • α) Τραυματίζομαι, πληγώνομαι:
          • από ξίφους έλαβες (Καλλίμ. 1390
        • β) παθαίνω κακό· χάνω τη ζωή μου, πεθαίνω:
          • Κάλλιον να λάβει ετούτος παρά να ζει (Ντελλαπ., Στ. θρην. 184
          • (σε μεταφ.):
            • διατί έπεσες αυτού (ενν. στον βυθόν) … χρεία 'ναι με την 'πομονήν να γλύσεις να μη λάβεις (Δεφ., Λόγ. 560).
      • 6) Συλλαμβάνω, μένω έγκυος:
        • Αυτή (ενν. η νυμφίτσα) από του άρρενος εκ στόματος λαμβάνει (Φυσιολ. (Legr.) 446).
      • 7) Περιλαμβάνω, περιέχω· αναφέρω, μαρτυρώ:
        • ως αι Γραφαί λαμβάνουν (Παϊσ., Ιστ. Σινά 130).
  • II. Μέσ. (με ενεργ. σημασ.)
    • 1) Παίρνω κάπ. μαζί μου, συνοδεύω (πβ. Α´3):
      • Ούς (ενν. τους αγούρους) παρευθύς λαβόμενοι εις τον γαμβρόν απήλθον (Διγ. Gr. 470).
    • 2) Συνάπτω:
      • Μη προσδοκάτε παρ’ εμού λαβέσθαι συμμαχίαν (Βίος Αλ. 1925).
  • Εκφρ.
  • 1) Το δος και λάβε = αμοιβαία χτυπήματα· μάχη:
    • (Διγ. Esc. 37).
  • 2)
  • α) Το κρούειν και (το) λαμβάνειν, βλ. κρούω Εκφρ. 1·
  • β) το κρούειν και μη λαμβάνειν, βλ. κρούω Εκφρ. 2.
    • Φρ.
    • 1)
    • α) Κρούω και λαμβάνω, βλ. κρούω Φρ. 8·
    • β) δίδω και λαμβάνω = αγωνίζομαι, πασχίζω, πολεμώ:
      • (Προδρ. II 85).
    • 2)
    • α) Λαμβάνω εις/προς γάμον = νυμφεύομαι (πβ. IΑ´4):
      • (Ελλην. νόμ. 5669, 17
    • β) λαμβάνω άνδρα ή εις άνδρα = παίρνω για σύζυγο, παντρεύομαι:
      • (Σφρ., Χρον. 1147), (Βίος Αλ. 4091
    • γ) λαμβάνομαι εις γυναίκα, λαμβάνω γυναίκα, βλ. γυνή 2 φρ. (α).
    • 3) Λαμβάνω απόφασιν ή βουλήν = αποφασίζω:
      • (Προδρ. IV 651), (Ιμπ. (Lambr.) 210).
    • 4) Λαμβάνω την βαλβίδα = φτάνω στο τέρμα, τερματίζω:
      • (Γλυκά, Αναγ. 253).
    • 5) Λαβαίνω βάρος = με βρίσκει κακό, παθαίνω κακό, στενοχωριέμαι:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1595).
    • 6) Λαμβάνω την γέννησιν = γεννιέμαι· (εδώ μεταφ.) δημιουργούμαι, προκαλούμαι:
      • (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 303).
    • 7) Λαμβάνω (την) δειλίαν = δειλιάζω, γίνομαι δειλός:
      • (Καναν. 554).
    • 8) Λαμβάνω δίκην ή τιμωρίαν = τιμωρούμαι:
      • (Απολλών. 358), (Ασσίζ. 11331).
    • 9) Λαμβάνωλαβαίνω) δόξαν (και τιμήν) = δοξάζομαι (και τιμώμαι):
      • (Αλφ. 1421), (Διακρούσ. 7410).
    • 10) Λαμβάνω εις νύμφην = προκ. για τον πατέρα που εκλέγει ή δέχεται νύφη:
      • (Ελλην. νόμ. 57026).
    • 11) Λαμβάνω εις διάνοιαν ή νουν =
    • (α) σκέπτομαι, συλλογίζομαι· «μου περνάει απ’ το μυαλό» κ.:
      • (Διγ. Gr. 2319), (Δούκ. 2294
    • (β) λαμβάνω υπόψη μου κ.· υπολογίζω κ.:
      • (Δούκ. 26126).
    • 12) Λαμβάνω κάπ. εις μνηστείαν = μνηστεύομαι:
      • (Ελλην. νόμ. 5686).
    • 13) Λαμβάνωλαβαίνω) εις τα χέρια μου το αίμα κάπ. = «βάφω» τα χέρια μου με το αίμα κάπ.· σκοτώνω κάπ.:
      • (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 434).
    • 14) Λαμβάνω εν γαστρί = συλλαμβάνω, μένω έγκυος:
      • (Φυσιολ. 3658
      • (μεταφ.):
        • (Φυσιολ. 3537).
    • 15) Λαμβάνω ημέραν ή καιρόν = μου καθορίζεται ημερομηνία (παρουσίασης):
      • (Ασσίζ. 4706, 11618).
    • 16) Λαμβάνω θάνατον, βλ. θάνατος 1α φρ. α1.
    • 17) Λαμβάνω ή λαμβάνομαι καιρού =
    • (α) εκμεταλλεύομαι την περίσταση:
      • (Σφρ., Χρον. 1562
    • (β) πετυχαίνω ευνοϊκές καιρικές συνθήκες:
      • (Σφρ., Χρον. 16415).
    • 18)
    • α) Λαβαίνω καλήν καρδιά = προθυμοποιούμαι, δείχνω καλοσύνη:
      • (Κάτης (Χόλτον) 23
    • β) λαμβάνω καρδία = παίρνω θάρρος, αντρειεύω:
      • (Κορων., Μπούας 140).
    • 19) Λαμβάνω κατά νου(ν) (μου) = έχω, λαμβάνω υπόψη μου· στοχάζομαι:
      • (Αλφ. 1442), (Βέλθ. 194).
    • 20) Λαμβάνωλαβαίνω) κονταρίαν = δέχομαι επίθεση:
      • (Κορων., Μπούας 77).
    • 21) Λαμβάνωλαβαίνω) κόπον = κοπιάζω:
      • (Διγ. Άνδρ. 33326).
    • 22) Λαμβάνω κόρον, βλ. κόρος 1 φρ.
    • 23) Λαμβάνω κρότον = θορυβούμαι, ταράσσομαι:
      • (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 306).
    • 24) Λαμβάνω (το) μαχαίρι = σκοτώνομαι, αυτοκτονώ:
      • (Κορων., Μπούας 29), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 48618).
    • 25) Λαμβάνω όρκον = ορκίζομαι:
      • (Απολλών. 454).
    • 26) Λαμβάνω (την) πείραν = δοκιμάζω, αποκτώ εμπειρία:
      • (Διγ. Gr. 1633).
    • 27) Λαμβάνω πέρας = λήγω, παίρνω τέλος:
      • (Ελλην. νόμ. 5648).
    • 28) Λαμβάνω πληγήν ή πληγές = πληγώνομαι, τραυματίζομαι:
      • (Βίος Αλ. 4506
      • (μεταφ.):
        • (Ροδολ. Έ 336).
    • 29) Λαμβάνωλαβαίνω) πλήρωμαν = συμπληρώνομαι· περνώ:
      • (Λίβ. P 1974).
    • 30) Λαμβάνω πνοήν = αρχίζω να αναπνέω, ζωντανεύω:
      • (Φυσιολ. (Legr.) 968).
    • 31) Λαμβάνω συμβούλιον = συσκέπτομαι, συνεδριάζω:
      • (Δούκ. 21512).
    • 32) Λαμβάνω τέλος =
    • (α) τελειώνω· συμπληρώνομαι:
      • (Διγ. Z 59
    • (β) θανατώνομαι:
      • (Βεντράμ., Φιλ. 209).
    • 33) Λαμβάνωλαβαίνω) μέγα τραύμα = τραυματίζομαι βαριά·
      • (εδώ μεταφ.) παίρνω μεγάλη στενοχώρια ή απογοήτευση:
        • (Κορων., Μπούας 127).
    • 34) Λαμβάνω ύπνον ή με λαμβάνει ύπνος = κοιμούμαι:
      • (Κορων., Μπούας 25), (Φυσιολ. (Legr.) 292).
    • 35) Λαμβάνω φόβον = φοβούμαι:
      • (Ψευδο-Δωρ. 54).
    • 36) Λαμβάνω χαρά(ν) = χαίρομαι:
      • (Χρον. σουλτ. 11724).
    • 37) Με λαμβάνει η ώρα = με προλαβαίνει ο θάνατος, έρχεται η ώρα του θανάτου μου:
      • (Αλφ. 1445).

[αρχ. λαμβάνω. Ο τ. λαβαίνω στο Somav. και σήμ. Ο τ. λαβάνω, καθώς και τ. λαβαίννω και λαβάννω, σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες