Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λίμνη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λίμνη η [límni] Ο30 : 1. εκτεταμένο κοίλωμα του εδάφους φυσικό ή τεχνητό, που περιέχει γλυκό νερό και δεν επικοινωνεί (τουλάχιστον άμεσα) με τη θάλασσα: H ~ των Πρεσπών. H τεχνητή ~ του Mαραθώνα. Mια ~ με πάπιες. 2. (μτφ.) η συγκέντρωση σε κάποιο σημείο μιας ποσότητας υγρού: Δίπλα στο πτώμα είχε σχηματιστεί μια ~ αίματος. λιμνούλα η YΠΟKΟΡ.

[αρχ. λίμνη· λίμν(η) -ούλα]

[Λεξικό Κριαρά]
λίμνη η.
  • 1) Λίμνη:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5521
    • (μεταφ.):
      • λίμνην να έχω μέλιτος και να μη την σιμώνω (Λίβ. Sc. 2230
    • (προκ. για την υγρότητα οφθαλμών):
      • (Βέλθ. 697).
  • 2) Λιμάνι:
    • αραδιάσαν (ενν. οι Τούρκοι) 'κ την λίμνην με τον στόλον τους (Αχέλ. 719 (έκδ. λίμην· διόρθ. Ξανθουδίδης)).
  • Ως τοπων.:
    • (Πρέσβ. ιππ. 109).

[αρχ. ουσ. λίμνη. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες