Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λάρυγξ ‑γγας ο· λάρυξ.
-
- α) Λαρύγγι:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1248])·
- β) φάρυγγας, λαιμός (εσωτερικά):
- ο λάρυξ εξηράνθη μου από της ακρασίας (Προδρ. IV 614-1 χφ V κριτ. υπ.· III 248).
[αρχ. ουσ. λάρυγξ. Η λ. (‑γγας) στο Βλάχ. και σήμ.]
- α) Λαρύγγι: