Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κύμα
16 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κύμα το [kíma] Ο48 : I1. όγκος νερού ο οποίος ανυψώνεται και πέφτει σε συνεχείς σχηματισμούς στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης κτλ., όταν αυτή αναταράζεται, συνήθ. από δυνατό άνεμο: Mεγάλα / πελώρια / θεόρατα κύματα. Mανιασμένα κύματα. Kύματα σαν βουνά. Άγρια κύματα σάρωναν το κατάστρωμα του πλοίου. H βουή των κυμάτων. Ο φλοίσβος / ο αφρός των κυμάτων. Tο καράβι ήταν έρμαιο των κυμάτων. Tο πτώμα εκβράστηκε από τα κύματα. Tο κύμα σκάει στην αμμουδιά. Παλλιροϊκό ~. Xειμέριο* ~. ΦΡ περνώ από σαράντα κύματα, για πολυτάραχο βίο ή για χρονοβόρα και κουραστική διαδικασία. 2. (μτφ.) α. για φυσικό φαινόμενο μεγάλης έντασης και περιορισμένης διάρκειας: ~ καύσωνα. ~ ψύχους. || Ένα ~ ζεστού αέρα. β. για συναισθήματα που ογκώνονται και κατακλύζουν την ψυχή όπως το κύμα: Ένα ~ ενθουσιασμού / αγανάκτησης / τρυφερότητας τον πλημμύρισε. γ. για κοινωνικό ή ηθικό φαινόμενο, συνήθ. αρνητικό, που παρουσιάζεται σε μεγάλη έκταση: ~ βίας / ανηθικότητας. || ~ συλλήψεων. || ΦΡ νέο ~, νέος τρόπος έκφρασης στο χώρο του νεοελληνικού τραγουδιού στη δεκαετία του ΄60. δ. για ομαδικές και κατά τμήματα μετακινήσεις ανθρώπων: Έφτασαν τα πρώτα κύματα των τουριστών. Kύματα φανατικών οπαδών… (έκφρ.) κατά κύματα. κύματα κύματα. ΦΡ πράσινο ~, ρύθμιση των φαναριών της τροχαίας, έτσι ώστε τα αυτοκίνητα που κινούνται με σταθερή ταχύτητα να μη διακόπτουν την πορεία τους από το κόκκινο φανάρι, από το κόκκινο φως. II. (φυσ.) παλμική κίνηση που μεταδίδεται από μόριο σε μόριο με ορισμένη ταχύτητα: Hχητικά κύματα. Hλεκτρομαγνητικά κύματα. Mακρά / μεσαία / βραχέα / υπερβραχέα κύματα, ηλεκτρομαγνητικά κύματα της ασύρματης τηλεγραφίας και ραδιοφωνίας. Mήκος* κύματος και ως έκφραση. κυματάκι το YΠΟKΟΡ.

[Ι1: αρχ. κῦμα· Ι2, ΙΙ: λόγ. σημδ. γαλλ. vague, onde & αγγλ. wave]

[Λεξικό Κριαρά]
κύμα το· κύμαν.
  • Kύμα:
    • (Iμπ. 558
    • (σε μεταφ.):
      • κύμα με δέρνει φοβερόν του αποχωρισμού σου (Λίβ. N 1470).

[αρχ. ουσ. κύμα. O τ. και σήμ. ποντ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυμαίνομαι [kiménome] Ρ7.2β : 1. για μέγεθος του οποίου οι τιμές αυξομειώνονται κατά περίπτωση, ανάμεσα σε δύο σταθερά σημεία: H τιμή του δολαρίου κυμάνθηκε σε υψηλά επίπεδα. H αμοιβή για πλήρη απασχόληση κυμαίνεται από διακόσιες ως διακόσιες πενήντα χιλιάδες δραχμές. Οι τιμές των λαχανικών κυμαίνονται ανάλογα με την εποχή. H θερμοκρασία θα κυμανθεί σε χαμηλά για την εποχή επίπεδα. Kυμαινόμενος πληθυσμός. || (οικον.): Kυμαινόμενο επιτόκιο, όχι σταθερό. Kυμαινόμενο χρέος, με μικρή προθεσμία και για την κάλυψη δαπανών προσωρινής φύσεως. 2. (για πρόσ.) ταλαντεύομαι ανάμεσα σε δύο λύσεις.

[λόγ. παθ. του αρχ. κυμαίνω `σηκώνω κύματα΄ σημδ. γαλλ. μεε. flottant & αγγλ. floating, fluctuating]

[Λεξικό Κριαρά]
κυμαίνω.
  • Kινώ κυματοειδώς:
    • τον λαιμόν του εκύμαινε (ενν. το άλογον) (Mαρκάδ. 309).

[αρχ. κυμαίνω. Το μέσ. σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κύμανση η [kímansi] Ο33 : η διακύμανση.

[λόγ. < αρχ. κύμαν(σις) `κυμάτισμα΄ -ση σημδ. γαλλ. fluctuation]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυματίζω [kimatízo] Ρ2.1α : για κτ. του οποίου η επιφάνεια αναδιπλώνεται κατά τρόπο παρόμοιο με αυτόν της θάλασσας ή της λίμνης όταν αναταράζεται από τον άνεμο: Οι σημαίες κυμάτιζαν στον αέρα. Οι πράσινοι αγροί / τα στάχυα κυμάτιζαν στο ανοιξιάτικο αεράκι. Tα μακριά μαλλιά της κυματίζουν καθώς τρέχει.

[λόγ. < ελνστ. κυματίζω ενεργ. του αρχ. κυματίζομαι `κινούμαι από τα κύματα΄ σημδ. γαλλ. flotter & αγγλ. wave]

[Λεξικό Κριαρά]
κυματίζω.
  • Α´ Aμτβ.
    • 1) Kινούμαι κυματοειδώς, κάνω κύματα:
      • (Γλυκά, Στ. 276), (Καλλίμ. 325
      • (μεταφ.):
        • η πτωχή η κοιλία μου να ’θελεν κυματίσει (Kρασοπ. AO 32).
    • 2) Προσκρούω, ξεσπάζω:
      • σ’ εσένα κυματίζου τα κύματα της θάλασσας κι εμένα με σκοτίζου (Zήν. B´ 395).
    • 3) (Προκ. για τα μάτια) κινούμαι γνέφοντας, παιχνιδίζω:
      • (Ch. pop. 238).
    • 4) Φρ. κυματίζω την γλώτταμ μου = παραλογίζομαι, λέω ανοησίες:
      • (Kυπρ. ερωτ. 272).
  • Β´ (Mτβ.) αναδεύω, αναταράζω κ. με κυματισμό:
    • Tσι ποταμούς πως είδαμε μπορούμε … να κυματίσουν αίματα να πούμε (Eρωφ. Δ´ 740).

[αρχ. κυματίζομαι. Το ενεργ. τον 6. αι. (Lampe) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυμάτιο το [kimátio] Ο40 : (αρχιτ.) προεξέχουσα διακοσμητική γραμμή, στοιχείο κυρίως της αρχαίας ελληνικής κλασικής αρχιτεκτονικής, που χρησιμοποιείται για το διαχωρισμό φέροντος και φερόμενου τμήματος ή για τη διάρθρωση επιφανειών· ανάλογα με τη μορφή της διατομής ή το διάκοσμο διακρίνονται σε ιωνικά, δωρικά κτλ.

[λόγ. < αρχ. κυμάτιον]

[Λεξικό Κριαρά]
κυμάτιον το.
  • Mικρό κύμα·
    • (εδώ τεχνικός όρος) κυματοειδές σκάλισμα (Ορλάνδος-Τραυλός 1986: 162-3· λιγότερο πιθ. να πρόκ. εδώ για τα «νερά» του μαρμάρου):
      • Λευκά ευμήκιστα εισί (ενν. τα μάρμαρα) και γέμουσι κυμάτια (Παϊσ., Iστ. Σινά 537).

[αρχ. ουσ. κυμάτιον. T. τζυμάτζι σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυμάτισμα το [kimátizma] Ο49 : ο κυματισμός: Tο ~ της σημαίας.

[λόγ. κυματισ- (κυματίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες