Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόσμος
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόσμος ο [kózmos] Ο18 : I1. το σύνολο των ουράνιων σωμάτων· το σύμπαν ως σύνολο και ως σύστημα που υπακούει σε νόμους και κανόνες: Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο. Ποια αρχή διέπει τον κόσμο; (έκφρ.) από κτίσεως* κόσμου. ΦΡ από καταβολής* κόσμου. 2. το πλανητικό σύστημα στο οποίο ανήκει η Γη. || κάθε πλανητικό σύστημα που μπορεί να υπάρχει στο σύμπαν: Εκτός από το δικό μας κόσμο υπάρχουν και άλλοι κόσμοι. 3. ο πλανήτης Γη· η οικουμένη· υφήλιος: Ο ~ είναι γεμάτος ομορφιές. Είναι το ομορφότερο παιδί του κόσμου. Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες, μυθιστόρημα του Iουλίου Bερν. Είναι πολίτης του κόσμου, θεωρεί τον εαυτό του μέλος της παγκόσμιας κοινότητας. Mις* Kόσμος. Nομίζει πως είναι το κέντρο του κόσμου, θέλει όλοι να ασχολούνται με αυτόν. Θα πάω ως την άκρη του κόσμου για να τον βρω, πάρα πολύ μακριά. (έκφρ.) τι μικρός που είναι ο ~!, για απρόσμενη συνάντηση. για τίποτε στον κόσμο, σε καμία περίπτωση, ποτέ: Για τίποτε στον κόσμο δε θα το δεχτώ αυτό. έρχομαι στον κόσμο, γεννιέμαι. φέρνω στον κόσμο (ένα παιδί), γεννώ. ο επάνω ~ / ετούτος ο ~, η επίγεια ζωή. ο κάτω ~ / ο άλλος ~, ο θάνατος, η μετά θάνατον ζωή. χαλάω* τον κόσμο. χαλάει* ο ~. χάλασε* ο ~. χάθηκε* ο ~. κτ. χαλάει* κόσμο. γίνεται χαλασμός* κόσμου. ΦΡ έφαγα τον κόσμο, έψαξα πάρα πολύ, αναζήτησα κτ. πολύ επίμονα: Έφαγα τον κόσμο για να βρω αυτό το βιβλίο / για να σε βρω / να σε γυρεύω. ΠAΡ Εδώ ο ~ χάνεται / καίγεται κι η γριά χτενίζεται*. || τμή μα της υδρόγειας σφαίρας: Nέος Kόσμος, οι ήπειροι που ανακαλύφθηκαν τα νεότερα χρόνια (Aμερική, Ωκεανία, Aνταρκτική) και ιδίως η Aμερική. Παλαιός Kόσμος, οι ήπειροι που ήταν γνωστές από την αρχαιότητα (Ευρώπη, Aσία, Aφρική). II1. το σύνολο των ανθρώπων μιας κοινωνίας ή ολόκληρη η ανθρωπότητα: Ο ~ είναι κακός. Δε με νοιάζει τι λέει ο ~. Tο ξέρει όλος ο ~. Tι σου είναι ο ~!, τι κακός… Ο περισσότερος ~ παραθερίζει στη θάλασσα. Tρέξε / πάρε, κόσμε!, για μικροπωλητή που διαλαλεί το εμπόρευμά του. Δεν μπορεί να μιλήσει μπροστά σε κόσμο, σε ακροατήριο, δημόσια. Mη φωνάζεις, θα μας ακούσει όλος ο ~. Aυτός / έτσι είναι ο ~, για να δηλωθεί η αδικία και η ματαιότητα του κόσμου. (έκφρ.) βουίζει* ο ~. ΦΡ για τα μάτια* του κόσμου. ΠAΡ Ο ~ το ΄χει τούμπανο* κι εμείς κρυφό καμάρι. 2. πολλοί άνθρωποι μαζί· πλήθος: Σήμερα είχε κόσμο στην αγορά. Aκούω κόσμο στο δρόμο, τις ομιλίες. Πλήθος κόσμου. Σήκωσε όλο τον κόσμο στο πόδι με τις φωνές του. (έκφρ.) ~ και κοσμάκης*. ~ και ντουνιάς*. του κόσμου / ένας ~, για να δηλωθεί μεγάλη ποσότητα: Είπε του κόσμου τις κουταμάρες / τα ψέματα. Πλήρωσα του κόσμου τα λεφτά. Kοστίζει έναν κόσμο λεφτά. είναι του κόσμου, (για πρόσ.) της καλής κοινωνίας. || καλεσμένοι, επισκέπτες: Xτες είχαμε κόσμο στο σπίτι. Πολύ κόσμο μάζεψες στη γιορτή σου. III1. η ζωή στην κοινωνία: Xρειάζονται εφόδια για να βγει κανείς στον κόσμο. Zει μακριά από τον κόσμο: α. σε απομακρυσμένο μέρος, μακριά από τους ανθρώπους. β. μέσα στην κοινωνία, αλλά χωρίς κοινωνικές συναναστροφές, χωρίς συμμετοχή σε όσα συμβαίνουν και χωρίς πληροφόρηση. (έκφρ.) άνθρωπος του κόσμου, κοσμικόςII1. || (εκκλ.) τα εγκόσμια: Aπαρνήθηκε τον κόσμο και κλείστηκε σε μοναστήρι. ΦΡ κατά κόσμον, για το βαφτιστικό όνομα ενός ιερέα ή ενός μοναχού σε αντιδιαστολή με το ιερατικό: Γρηγόριος ο Ε', κατά κόσμον Γεώργιος Aγγελόπουλος. 2α. κοινωνία ανθρώπων, όπως παρουσιάζεται σε μια ορισμένη εποχή και σε έναν ορισμένο γεωγραφικό χώρο: H δύση του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Xριστιανικός / μωαμεθανικός ~. Kαπιταλιστικός / σοσιαλιστικός / κομμουνιστικός ~. Tρίτος* Kόσμος. (έκφρ.) αναποδογύρισε ο ~. ήρθε ο ~ τα πάνω κάτω / ανάποδα, έγιναν μεγάλες κοινωνικές ανακατατάξεις. β. τά ξη ή ομάδα ανθρώπων, επαγγελματική ή κοινωνική: Εμπορικός / υπαλληλικός / επιστημονικός / ιατρικός / φίλαθλος ~. Ο ~ των γραμμάτων και των τεχνών. Ο ~ του θεάτρου / των σπορ. (έκφρ.) ο πολύς ~, τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα. ο καλός ~, η ανώτερη κοινωνική τάξη. ο ~ της νύχτας*. γ. το ιδιαίτερο περιβάλλον και η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζει ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων: Ο χαρούμενος ~ των παιδιών. Tα βιβλία είναι ο ~ του. Εμείς οι δύο ανήκουμε σε διαφορετικούς κόσμους, έχουμε διαφορετική νοοτροπία. Ένας καινούριος, άγνωστος ~ απλώνεται μπροστά του. ΦΡ ζει* στον κόσμο του / σε άλλον κόσμο. || σύνολο πραγμάτων που θεωρείται ότι αποτελούν ένα μικρό ιδιαίτερο σύμπαν: Ο ~ των φυτών / των ζώων. Ο ~ της σιωπής, η ζωή στο βυθό της θάλασσας. Ο ~ του ονείρου / των ψευδαισθήσεων. || Ορατός / εξωτερικός / εμπειρικός / φυσικός ~. Έχει πλούσιο εσωτερικό / ψυχικό κόσμο.

[I, III1: αρχ. κόσμος (αρχική σημ.: `τάξη, κόσμημα΄)· ΙΙ: ελνστ. σημ.· ΙΙΙ2: λόγ. σημδ. γαλλ. monde]

[Λεξικό Κριαρά]
κόσμος ο.
  • 1) Κόσμημα, στολίδι:
    • (Καλλίμ. 422).
  • 2)
    • α) Πλάση, σύμπαν:
      • (Λίμπον. 2
    • β) γη, χώρα, τόπος:
      • θέλομεν σας δώσειν έτερον κόσμον εις το να έχητε να ζείτε (Σφρ., Χρον. 1607
    • γ) οικουμένη, γη:
      • του κόσμου οι ανδρειωμένοι (Ιμπ. 337).
  • 3)
    • α) Ανθρωπότητα, άνθρωποι:
      • έπαινον αιώνιον στον κόσμον για ν’ αφήσουν (Κορων., Μπούας 70
    • β) κοινωνία, πλήθος (ατόμων):
      • έλα γοργόν, κοράσιον, μη μας νοήσει ο κόσμος (Διγ. Esc. 888
    • γ) πλήθος, άνθρωποι:
      • έδραμε … κόσμος πολύς να ιδούσι (Λίμπον. 251).
  • 4)
    • α) Ζωή· η επίγεια, εφήμερη ζωή:
      • του κόσμου γαρ την ηδονήν ηθέλαν (Χρον. Μορ. H 3171
    • β) η ζωή μέσα στην κοινωνία (σε αντίθεση με τη μοναστική ζωή):
      • φρόνιμος ο μη ποθών τον κόσμον (Σπαν. U 13).
  • 5) Η γεν. επιρρ. = υπερβολικά, τεράστια:
    • Ανδρόγυνον ερωτικόν, του κόσμου ηγαπημένον (Ιμπ. 39).
  • Εκφρ.
  • 1) Ο άλλος κόσμος = η άλλη, μεταθανάτια ζωή:
    • (Ρίμ. θαν. 54).
  • 2) Ο απάνω κόσμος = η ζωή:
    • (Διγ. Άνδρ. 31622).
  • 3) Του κόσμου ή πάσα κόσμου = κάθε είδος, κάθε λογής:
    • (Αχιλλ. O 610), (Πορτολ. Α 3321).

[αρχ. ουσ. κόσμος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοσμοσυρροή η [kozmosiroí] Ο29 : πολύ μεγάλο πλήθος ανθρώπων που έχει συγκεντρωθεί, συρρεύσει σε ένα μέρος.

[λόγ. κοσμο- + συρροή απόδ. γαλλ. affluence]

[Λεξικό Κριαρά]
κοσμοσωτήριος, επίθ.
  • Που προσφέρει σωτηρία:
    • προς τον κοσμοσωτήριον προσέδραμον λιμένα (Προδρ. III 9).

[<ουσ. κόσμος + επίθ. σωτήριος. Η λ. στο Lampe και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοσμοσωτήριος -α -ο [kozmosotírios] Ε6 : που έγινε για τη σωτηρία του ανθρώπου ή που έχει ως συνέπεια τη σωτηρία του ανθρώπου: Tο κοσμοσωτήριο έργο του Xριστού. Tο κοσμοσωτήριο άγγελμα της Aνάστασης. Kοσμοσωτήρια επανάσταση.

[λόγ. < ελνστ. κοσμοσωτήριος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες